Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐξευτρεπίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐξευτρεπίζω

Structure: ἐξ (Prefix) + εὐτρεπίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make quite ready

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξευτρεπίζω ἐξευτρεπίζεις ἐξευτρεπίζει
Dual ἐξευτρεπίζετον ἐξευτρεπίζετον
Plural ἐξευτρεπίζομεν ἐξευτρεπίζετε ἐξευτρεπίζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐξευτρεπίζω ἐξευτρεπίζῃς ἐξευτρεπίζῃ
Dual ἐξευτρεπίζητον ἐξευτρεπίζητον
Plural ἐξευτρεπίζωμεν ἐξευτρεπίζητε ἐξευτρεπίζωσιν*
OptativeSingular ἐξευτρεπίζοιμι ἐξευτρεπίζοις ἐξευτρεπίζοι
Dual ἐξευτρεπίζοιτον ἐξευτρεπιζοίτην
Plural ἐξευτρεπίζοιμεν ἐξευτρεπίζοιτε ἐξευτρεπίζοιεν
ImperativeSingular ἐξευτρέπιζε ἐξευτρεπιζέτω
Dual ἐξευτρεπίζετον ἐξευτρεπιζέτων
Plural ἐξευτρεπίζετε ἐξευτρεπιζόντων, ἐξευτρεπιζέτωσαν
Infinitive ἐξευτρεπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξευτρεπιζων ἐξευτρεπιζοντος ἐξευτρεπιζουσα ἐξευτρεπιζουσης ἐξευτρεπιζον ἐξευτρεπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξευτρεπίζομαι ἐξευτρεπίζει, ἐξευτρεπίζῃ ἐξευτρεπίζεται
Dual ἐξευτρεπίζεσθον ἐξευτρεπίζεσθον
Plural ἐξευτρεπιζόμεθα ἐξευτρεπίζεσθε ἐξευτρεπίζονται
SubjunctiveSingular ἐξευτρεπίζωμαι ἐξευτρεπίζῃ ἐξευτρεπίζηται
Dual ἐξευτρεπίζησθον ἐξευτρεπίζησθον
Plural ἐξευτρεπιζώμεθα ἐξευτρεπίζησθε ἐξευτρεπίζωνται
OptativeSingular ἐξευτρεπιζοίμην ἐξευτρεπίζοιο ἐξευτρεπίζοιτο
Dual ἐξευτρεπίζοισθον ἐξευτρεπιζοίσθην
Plural ἐξευτρεπιζοίμεθα ἐξευτρεπίζοισθε ἐξευτρεπίζοιντο
ImperativeSingular ἐξευτρεπίζου ἐξευτρεπιζέσθω
Dual ἐξευτρεπίζεσθον ἐξευτρεπιζέσθων
Plural ἐξευτρεπίζεσθε ἐξευτρεπιζέσθων, ἐξευτρεπιζέσθωσαν
Infinitive ἐξευτρεπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξευτρεπιζομενος ἐξευτρεπιζομενου ἐξευτρεπιζομενη ἐξευτρεπιζομενης ἐξευτρεπιζομενον ἐξευτρεπιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make quite ready

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION