Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσμενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δυσμενής δυσμενές

Structure: δυσμενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: me/nos

Sense

  1. full of ill-will, hostile, an enemy of

Examples

  • τούτων δὲ οἰκονομουμένων φήμη δυσμενὴσ ἐξηχεῖτο κατὰ τοῦ γένουσ ἀνθρώποισ συμφρονοῦσιν εἰσ κακοποίησιν, ἀφορμῆσ διδομένησ εἰσ διάθεσιν, ὡσ ἂν ἀπὸ τῶν νομίμων αὐτοὺσ κωλυόντων. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:2)
  • ἦ τισ ἁμετέρασ χθονὸσ δυσμενὴσ ὁρ́ι’ ἀμφιβάλλει στρατα· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 18 1:2)
  • κακῶσ ἀπόλοι’, ὡσ φθονερὸσ εἶ καὶ δυσμενήσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode35)
  • οὐχὶ δυσμενὴσ ἥκω πόλει τῇδ’ οὐδ’ ἐμοῖσ ὀπάοσιν, φονέα δὲ πατρὸσ ἀντετιμωρησάμην τλήμων Ὀρέστησ· (Euripides, episode 5:4)
  • σὺ δ’ ‐ εἶ γάρ, ὡσ ἐοίκασ, οὔτε δυσμενὴσ καὶ τὰσ Μυκήνασ οἶσθα χοὓσ κἀγὼ θέλω ‐ σώθητι, καὶ σὺ μισθὸν οὐκ αἰσχρὸν λαβών, κούφων ἕκατι γραμμάτων σωτηρίαν. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, anapests 4:6)

Synonyms

  1. full of ill-will

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION