Ancient Greek-English Dictionary Language

δορίπαλτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δορίπαλτος δορίπαλτον

Structure: δοριπαλτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pa/llw

Sense

  1. wielding the spear

Examples

  • ὅπωσ Ἀχαι‐ ῶν δίθρονον κράτοσ, Ἑλλάδοσ ἥβασ ξύμφρονα ταγάν, πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι θούριοσ ὄρνισ Τευκρίδ’ ἐπ’ αἰᾶν, οἰωνῶν βασιλεὺσ βασιλεῦσι νε‐ ῶν ὁ κελαινόσ, ὅ τ’ ἐξόπιν ἀργᾶσ, φανέντεσ ἴ‐ κταρ μελάθρων χερὸσ ἐκ δοριπάλτου παμπρέπτοισ ἐν ἕδραισιν, βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματι γένναν, βλαβέντα λοισθίων δρόμων. (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 13)

Synonyms

  1. wielding the spear

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION