Ancient Greek-English Dictionary Language

διομολογέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διομολογέω διομολογήσω

Structure: δι (Prefix) + ὁμολογέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make an agreement, undertake, to be agreed on, to agree mutually, to agree upon, take as granted, concede

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διομολόγω διομολόγεις διομολόγει
Dual διομολόγειτον διομολόγειτον
Plural διομολόγουμεν διομολόγειτε διομολόγουσιν*
SubjunctiveSingular διομολόγω διομολόγῃς διομολόγῃ
Dual διομολόγητον διομολόγητον
Plural διομολόγωμεν διομολόγητε διομολόγωσιν*
OptativeSingular διομολόγοιμι διομολόγοις διομολόγοι
Dual διομολόγοιτον διομολογοίτην
Plural διομολόγοιμεν διομολόγοιτε διομολόγοιεν
ImperativeSingular διομολο͂γει διομολογεῖτω
Dual διομολόγειτον διομολογεῖτων
Plural διομολόγειτε διομολογοῦντων, διομολογεῖτωσαν
Infinitive διομολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διομολογων διομολογουντος διομολογουσα διομολογουσης διομολογουν διομολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διομολόγουμαι διομολόγει, διομολόγῃ διομολόγειται
Dual διομολόγεισθον διομολόγεισθον
Plural διομολογοῦμεθα διομολόγεισθε διομολόγουνται
SubjunctiveSingular διομολόγωμαι διομολόγῃ διομολόγηται
Dual διομολόγησθον διομολόγησθον
Plural διομολογώμεθα διομολόγησθε διομολόγωνται
OptativeSingular διομολογοίμην διομολόγοιο διομολόγοιτο
Dual διομολόγοισθον διομολογοίσθην
Plural διομολογοίμεθα διομολόγοισθε διομολόγοιντο
ImperativeSingular διομολόγου διομολογεῖσθω
Dual διομολόγεισθον διομολογεῖσθων
Plural διομολόγεισθε διομολογεῖσθων, διομολογεῖσθωσαν
Infinitive διομολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διομολογουμενος διομολογουμενου διομολογουμενη διομολογουμενης διομολογουμενον διομολογουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διομολογήσω διομολογήσεις διομολογήσει
Dual διομολογήσετον διομολογήσετον
Plural διομολογήσομεν διομολογήσετε διομολογήσουσιν*
OptativeSingular διομολογήσοιμι διομολογήσοις διομολογήσοι
Dual διομολογήσοιτον διομολογησοίτην
Plural διομολογήσοιμεν διομολογήσοιτε διομολογήσοιεν
Infinitive διομολογήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διομολογησων διομολογησοντος διομολογησουσα διομολογησουσης διομολογησον διομολογησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διομολογήσομαι διομολογήσει, διομολογήσῃ διομολογήσεται
Dual διομολογήσεσθον διομολογήσεσθον
Plural διομολογησόμεθα διομολογήσεσθε διομολογήσονται
OptativeSingular διομολογησοίμην διομολογήσοιο διομολογήσοιτο
Dual διομολογήσοισθον διομολογησοίσθην
Plural διομολογησοίμεθα διομολογήσοισθε διομολογήσοιντο
Infinitive διομολογήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διομολογησομενος διομολογησομενου διομολογησομενη διομολογησομενης διομολογησομενον διομολογησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κινήσεωσ οὖν στάσεώσ τε πέρι, τίνα τρόπον καὶ μεθ’ ὧντινων γίγνεσθον, εἰ μή τισ διομολογήσεται, πόλλ’ ἂν εἰή ἐμποδὼν τῷ κατόπισθεν λογισμῷ. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 258:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION