Ancient Greek-English Dictionary Language

διόμνυμι

-νυμι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: διόμνυμι διομόσω διώμοσα διομώμοκα

Structure: δι (Prefix) + ό̓μνυ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to swear solemnly, to declare on oath that . ., on oath

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διόμνυμι διόμνυς διόμνυσιν*
Dual διόμνυτον διόμνυτον
Plural διόμνυμεν διόμνυτε διομνύᾱσιν*
SubjunctiveSingular διομνύω διομνύῃς διομνύῃ
Dual διομνύητον διομνύητον
Plural διομνύωμεν διομνύητε διομνύωσιν*
OptativeSingular διομνύοιμι διομνύοις διομνύοι
Dual διομνύοιτον διομνυοίτην
Plural διομνύοιμεν διομνύοιτε διομνύοιεν
ImperativeSingular διόμνυ διομνύτω
Dual διόμνυτον διομνύτων
Plural διόμνυτε διομνύντων
Infinitive διομνύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
διομνῡς διομνυντος διομνῡσα διομνῡσης διομνυν διομνυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διόμνυμαι διόμνυσαι διόμνυται
Dual διόμνυσθον διόμνυσθον
Plural διομνύμεθα διόμνυσθε διόμνυνται
SubjunctiveSingular διομνύωμαι διομνύῃ διομνύηται
Dual διομνύησθον διομνύησθον
Plural διομνυώμεθα διομνύησθε διομνύωνται
OptativeSingular διομνυοίμην διομνύοιο διομνύοιτο
Dual διομνύοισθον διομνυοίσθην
Plural διομνυοίμεθα διομνύοισθε διομνύοιντο
ImperativeSingular διόμνυσο διομνύσθω
Dual διόμνυσθον διομνύσθων
Plural διόμνυσθε διομνύσθων
Infinitive διόμνυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διομνυμενος διομνυμενου διομνυμενη διομνυμενης διομνυμενον διομνυμενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διῶμοσα διῶμοσας διῶμοσεν*
Dual διώμοσατον διωμο͂σατην
Plural διώμοσαμεν διώμοσατε διῶμοσαν
SubjunctiveSingular διομόσω διομόσῃς διομόσῃ
Dual διομόσητον διομόσητον
Plural διομόσωμεν διομόσητε διομόσωσιν*
OptativeSingular διομόσαιμι διομόσαις διομόσαι
Dual διομόσαιτον διομοσαίτην
Plural διομόσαιμεν διομόσαιτε διομόσαιεν
ImperativeSingular διόμοσον διομοσάτω
Dual διομόσατον διομοσάτων
Plural διομόσατε διομοσάντων
Infinitive διομόσαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διομοσᾱς διομοσαντος διομοσᾱσα διομοσᾱσης διομοσαν διομοσαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διωμο͂σαμην διώμοσω διώμοσατο
Dual διώμοσασθον διωμο͂σασθην
Plural διωμο͂σαμεθα διώμοσασθε διώμοσαντο
SubjunctiveSingular διομόσωμαι διομόσῃ διομόσηται
Dual διομόσησθον διομόσησθον
Plural διομοσώμεθα διομόσησθε διομόσωνται
OptativeSingular διομοσαίμην διομόσαιο διομόσαιτο
Dual διομόσαισθον διομοσαίσθην
Plural διομοσαίμεθα διομόσαισθε διομόσαιντο
ImperativeSingular διόμοσαι διομοσάσθω
Dual διομόσασθον διομοσάσθων
Plural διομόσασθε διομοσάσθων
Infinitive διομόσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διομοσαμενος διομοσαμενου διομοσαμενη διομοσαμενης διομοσαμενον διομοσαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to swear solemnly

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION