Ancient Greek-English Dictionary Language

διογενής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: διογενής διογενές

Structure: διογενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: gi/gnomai

Sense

  1. sprung from Zeus, ordained and upheld by Zeus

Examples

  • ἐγὼ δὲ Σωκράτη μὲν σέβω, θαυμάζω δὲ Διογένη καὶ φιλῶ Ἀρίστιππον. (Lucian, (no name) 62:2)
  • Διογένη Σινωπέα παρεῖναι καιρόσ, καὶ σὺ ἡ Ἀργυραμοιβικὴ λέγε. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 24:1)
  • τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλισ τῆσ τοιαύτησ ῥᾳδιουργίασ, καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων, οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ φύσει τῶν κυνῶν, οἱο͂ν τὸ φυλακτικὸν ἢ οἰκουρικὸν ἢ φιλοδέσποτον ἢ μνημονικόν, οὐδαμῶσ ἐζηλώκασιν, ὑλακὴν δὲ καὶ λιχνείαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀφροδίσια συχνὰ καὶ κολακείαν καὶ τὸ σαίνειν τὸν διδόντα καὶ περὶ τραπέζασ ἔχειν, ταῦτα ἀκριβῶσ ἐκπεπονήκασιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 16:1)
  • μηδαμῶσ, ἀλλά τινα τῶν σφοδροτέρων προχειρισώμεθα, Διογένη τοῦτον ἢ Ἀντισθένη ἢ Κράτητα ἢ καὶ σέ, ὦ Χρύσιππε· (Lucian, Piscator, (no name) 23:1)
  • ἀκούσασ δ’ ὁ Ἀλέξανδροσ καὶ συνάγων φιλοσόφων καὶ ἐπισήμων ἀνδρῶν συμπόσιον ἐκάλεσε καὶ τὸν Διογένη· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 47 2:4)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION