헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διερμηνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διερμηνεύω διερμηνεύσω

형태분석: δι (접두사) + ἑρμηνεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 해석하다, 설명하다, 밝히다
  1. to interpret, expound

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διερμηνεύω

(나는) 해석한다

διερμηνεύεις

(너는) 해석한다

διερμηνεύει

(그는) 해석한다

쌍수 διερμηνεύετον

(너희 둘은) 해석한다

διερμηνεύετον

(그 둘은) 해석한다

복수 διερμηνεύομεν

(우리는) 해석한다

διερμηνεύετε

(너희는) 해석한다

διερμηνεύουσιν*

(그들은) 해석한다

접속법단수 διερμηνεύω

(나는) 해석하자

διερμηνεύῃς

(너는) 해석하자

διερμηνεύῃ

(그는) 해석하자

쌍수 διερμηνεύητον

(너희 둘은) 해석하자

διερμηνεύητον

(그 둘은) 해석하자

복수 διερμηνεύωμεν

(우리는) 해석하자

διερμηνεύητε

(너희는) 해석하자

διερμηνεύωσιν*

(그들은) 해석하자

기원법단수 διερμηνεύοιμι

(나는) 해석하기를 (바라다)

διερμηνεύοις

(너는) 해석하기를 (바라다)

διερμηνεύοι

(그는) 해석하기를 (바라다)

쌍수 διερμηνεύοιτον

(너희 둘은) 해석하기를 (바라다)

διερμηνευοίτην

(그 둘은) 해석하기를 (바라다)

복수 διερμηνεύοιμεν

(우리는) 해석하기를 (바라다)

διερμηνεύοιτε

(너희는) 해석하기를 (바라다)

διερμηνεύοιεν

(그들은) 해석하기를 (바라다)

명령법단수 διερμήνευε

(너는) 해석해라

διερμηνευέτω

(그는) 해석해라

쌍수 διερμηνεύετον

(너희 둘은) 해석해라

διερμηνευέτων

(그 둘은) 해석해라

복수 διερμηνεύετε

(너희는) 해석해라

διερμηνευόντων, διερμηνευέτωσαν

(그들은) 해석해라

부정사 διερμηνεύειν

해석하는 것

분사 남성여성중성
διερμηνευων

διερμηνευοντος

διερμηνευουσα

διερμηνευουσης

διερμηνευον

διερμηνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διερμηνεύομαι

(나는) 해석된다

διερμηνεύει, διερμηνεύῃ

(너는) 해석된다

διερμηνεύεται

(그는) 해석된다

쌍수 διερμηνεύεσθον

(너희 둘은) 해석된다

διερμηνεύεσθον

(그 둘은) 해석된다

복수 διερμηνευόμεθα

(우리는) 해석된다

διερμηνεύεσθε

(너희는) 해석된다

διερμηνεύονται

(그들은) 해석된다

접속법단수 διερμηνεύωμαι

(나는) 해석되자

διερμηνεύῃ

(너는) 해석되자

διερμηνεύηται

(그는) 해석되자

쌍수 διερμηνεύησθον

(너희 둘은) 해석되자

διερμηνεύησθον

(그 둘은) 해석되자

복수 διερμηνευώμεθα

(우리는) 해석되자

διερμηνεύησθε

(너희는) 해석되자

διερμηνεύωνται

(그들은) 해석되자

기원법단수 διερμηνευοίμην

(나는) 해석되기를 (바라다)

διερμηνεύοιο

(너는) 해석되기를 (바라다)

διερμηνεύοιτο

(그는) 해석되기를 (바라다)

쌍수 διερμηνεύοισθον

(너희 둘은) 해석되기를 (바라다)

διερμηνευοίσθην

(그 둘은) 해석되기를 (바라다)

복수 διερμηνευοίμεθα

(우리는) 해석되기를 (바라다)

διερμηνεύοισθε

(너희는) 해석되기를 (바라다)

διερμηνεύοιντο

(그들은) 해석되기를 (바라다)

명령법단수 διερμηνεύου

(너는) 해석되어라

διερμηνευέσθω

(그는) 해석되어라

쌍수 διερμηνεύεσθον

(너희 둘은) 해석되어라

διερμηνευέσθων

(그 둘은) 해석되어라

복수 διερμηνεύεσθε

(너희는) 해석되어라

διερμηνευέσθων, διερμηνευέσθωσαν

(그들은) 해석되어라

부정사 διερμηνεύεσθαι

해석되는 것

분사 남성여성중성
διερμηνευομενος

διερμηνευομενου

διερμηνευομενη

διερμηνευομενης

διερμηνευομενον

διερμηνευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήρμηνευον

(나는) 해석하고 있었다

διήρμηνευες

(너는) 해석하고 있었다

διήρμηνευεν*

(그는) 해석하고 있었다

쌍수 διηρμῆνευετον

(너희 둘은) 해석하고 있었다

διηρμήνευετην

(그 둘은) 해석하고 있었다

복수 διηρμῆνευομεν

(우리는) 해석하고 있었다

διηρμῆνευετε

(너희는) 해석하고 있었다

διήρμηνευον

(그들은) 해석하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηρμήνευομην

(나는) 해석되고 있었다

διηρμῆνευου

(너는) 해석되고 있었다

διηρμῆνευετο

(그는) 해석되고 있었다

쌍수 διηρμῆνευεσθον

(너희 둘은) 해석되고 있었다

διηρμήνευεσθην

(그 둘은) 해석되고 있었다

복수 διηρμήνευομεθα

(우리는) 해석되고 있었다

διηρμῆνευεσθε

(너희는) 해석되고 있었다

διηρμῆνευοντο

(그들은) 해석되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ πάντεσ διερμηνεύουσιν; (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 148:3)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 148:3)

  • εἴτε γλώσσῃ τισ λαλεῖ, κατὰ δύο ἢ τὸ πλεῖστον τρεῖσ, καὶ ἀνὰ μέροσ, καὶ εἷσ διερμηνευέτω· (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 193:1)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 193:1)

유의어

  1. 해석하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION