헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαρκής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαρκής διαρκές

형태분석: διαρκη (어간) + ς (어미)

어원: from diarke/w

  1. 지속적인, 영구적인, 끊임없는
  1. quite sufficient
  2. lasting, in complete competence

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 διαρκής

(이)가

δίαρκες

(것)가

속격 διαρκούς

(이)의

διάρκους

(것)의

여격 διαρκεί

(이)에게

διάρκει

(것)에게

대격 διαρκή

(이)를

δίαρκες

(것)를

호격 διαρκές

(이)야

δίαρκες

(것)야

쌍수주/대/호 διαρκεί

(이)들이

διάρκει

(것)들이

속/여 διαρκοίν

(이)들의

διάρκοιν

(것)들의

복수주격 διαρκείς

(이)들이

διάρκη

(것)들이

속격 διαρκών

(이)들의

διάρκων

(것)들의

여격 διαρκέσιν*

(이)들에게

διάρκεσιν*

(것)들에게

대격 διαρκείς

(이)들을

διάρκη

(것)들을

호격 διαρκείς

(이)들아

διάρκη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δὲ ἀγύμναστοσ ἐξ ἀρχῆσ καὶ ἄτονοσ ᾖ μηδὲ διαρκῆ τὴν ὕλην ἔχῃ ὑποβεβλημένην, τότε ὑπὸ τῶν καμάτων βλάπτοιτο ἂν καὶ καταμαραίνοιτο, οἱο͂́ν τι ἐπὶ πυρὸσ καὶ λύχνου γίγνεται. (Lucian, Anacharsis, (no name) 35:6)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 35:6)

  • ὑπὸ γὰρ τῷ αὐτῷ φυσήματι τὸ μὲν πῦρ ἀνακαύσειασ ἂν καὶ μεῖζον ἐν βραχεῖ ποιήσειασ παραθήγων τῷ πνεύματι, καὶ τὸ τοῦ λύχνου φῶσ ἀποσβέσειασ οὐκ ἔχον ἀποχρῶσαν τῆσ ὕλησ τὴν χορηγίαν, ὡσ διαρκῆ εἶναι πρὸσ τὸ ἀντιπνέον οὐ γὰρ ἀπ’ ἰσχυρᾶσ, οἶμαι, τῆσ ῥίζησ ἀνεφύετο. (Lucian, Anacharsis, (no name) 35:7)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 35:7)

  • ἤδη δὲ πολλῶν ἐπὶ πολλοῖσ ἐπεισρεόντων καὶ τῆσ πόλεωσ αὐτῶν θλιβομένησ ὑπὸ τοῦ πλήθουσ τῶν ἐπὶ τὸ χρηστήριον ἀφικνουμένων καὶ τὰ ἐπιτήδεια διαρκῆ μὴ ἐχούσησ, ἐπινοεῖ τοὺσ νυκτερινοὺσ καλουμένουσ χρησμούσ. (Lucian, Alexander, (no name) 49:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 49:1)

  • δευτέρασ οὖν σκέψεωσ ἀρχὴ προὐτέθη, τίσ ἀρίστη τῶν τεχνῶν καὶ ῥᾴστη ἐκμαθεῖν καὶ ἀνδρὶ ἐλευθέρῳ πρέπουσα καὶ πρόχειρον ἔχουσα τὴν χορηγίαν καὶ διαρκῆ τὸν πόρον. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 2:1)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 2:1)

  • λουτρὰ μὲν γὰρ ὡσ ἔχοισ καὶ θεάματα καὶ τἆλλα διαρκῆ ἅπαντα, ἐκεῖνοι πονοῦσι, σὺ δὲ ἐξεταστὴσ καὶ δοκιμαστὴσ πικρὸσ ὥσπερ δεσπότησ, οὐδὲ λόγου μεταδιδοὺσ ἐνίοτε, κἄν σοι δοκῇ κατεχαλάζησασ αὐτῶν ἀφθόνουσ τοὺσ λίθουσ ἢ τὰσ οὐσίασ αὐτῶν ἐδήμευσασ· (Lucian, Gallus, (no name) 22:2)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 22:2)

유의어

  1. quite sufficient

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION