Ancient Greek-English Dictionary Language

διαθρέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαθρέω διαθρήσω

Structure: δι (Prefix) + ἀθρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to look closely into, examine closely

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάθρω διάθρεις διάθρει
Dual διάθρειτον διάθρειτον
Plural διάθρουμεν διάθρειτε διάθρουσιν*
SubjunctiveSingular διάθρω διάθρῃς διάθρῃ
Dual διάθρητον διάθρητον
Plural διάθρωμεν διάθρητε διάθρωσιν*
OptativeSingular διάθροιμι διάθροις διάθροι
Dual διάθροιτον διαθροίτην
Plural διάθροιμεν διάθροιτε διάθροιεν
ImperativeSingular διᾶθρει διαθρεῖτω
Dual διάθρειτον διαθρεῖτων
Plural διάθρειτε διαθροῦντων, διαθρεῖτωσαν
Infinitive διάθρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαθρων διαθρουντος διαθρουσα διαθρουσης διαθρουν διαθρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάθρουμαι διάθρει, διάθρῃ διάθρειται
Dual διάθρεισθον διάθρεισθον
Plural διαθροῦμεθα διάθρεισθε διάθρουνται
SubjunctiveSingular διάθρωμαι διάθρῃ διάθρηται
Dual διάθρησθον διάθρησθον
Plural διαθρώμεθα διάθρησθε διάθρωνται
OptativeSingular διαθροίμην διάθροιο διάθροιτο
Dual διάθροισθον διαθροίσθην
Plural διαθροίμεθα διάθροισθε διάθροιντο
ImperativeSingular διάθρου διαθρεῖσθω
Dual διάθρεισθον διαθρεῖσθων
Plural διάθρεισθε διαθρεῖσθων, διαθρεῖσθωσαν
Infinitive διάθρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαθρουμενος διαθρουμενου διαθρουμενη διαθρουμενης διαθρουμενον διαθρουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to look closely into

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION