헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαποστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαποστέλλω διαποστελω

형태분석: δι (접두사) + ἀποστέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 추진하다, 진척시키다, 파견하다
  1. to send off in different directions, dispatch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαποστέλλω

(나는) 추진하다

διαποστέλλεις

(너는) 추진하다

διαποστέλλει

(그는) 추진하다

쌍수 διαποστέλλετον

(너희 둘은) 추진하다

διαποστέλλετον

(그 둘은) 추진하다

복수 διαποστέλλομεν

(우리는) 추진하다

διαποστέλλετε

(너희는) 추진하다

διαποστέλλουσιν*

(그들은) 추진하다

접속법단수 διαποστέλλω

(나는) 추진하자

διαποστέλλῃς

(너는) 추진하자

διαποστέλλῃ

(그는) 추진하자

쌍수 διαποστέλλητον

(너희 둘은) 추진하자

διαποστέλλητον

(그 둘은) 추진하자

복수 διαποστέλλωμεν

(우리는) 추진하자

διαποστέλλητε

(너희는) 추진하자

διαποστέλλωσιν*

(그들은) 추진하자

기원법단수 διαποστέλλοιμι

(나는) 추진하기를 (바라다)

διαποστέλλοις

(너는) 추진하기를 (바라다)

διαποστέλλοι

(그는) 추진하기를 (바라다)

쌍수 διαποστέλλοιτον

(너희 둘은) 추진하기를 (바라다)

διαποστελλοίτην

(그 둘은) 추진하기를 (바라다)

복수 διαποστέλλοιμεν

(우리는) 추진하기를 (바라다)

διαποστέλλοιτε

(너희는) 추진하기를 (바라다)

διαποστέλλοιεν

(그들은) 추진하기를 (바라다)

명령법단수 διαπόστελλε

(너는) 추진해라

διαποστελλέτω

(그는) 추진해라

쌍수 διαποστέλλετον

(너희 둘은) 추진해라

διαποστελλέτων

(그 둘은) 추진해라

복수 διαποστέλλετε

(너희는) 추진해라

διαποστελλόντων, διαποστελλέτωσαν

(그들은) 추진해라

부정사 διαποστέλλειν

추진하는 것

분사 남성여성중성
διαποστελλων

διαποστελλοντος

διαποστελλουσα

διαποστελλουσης

διαποστελλον

διαποστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαποστέλλομαι

(나는) 추진해지다

διαποστέλλει, διαποστέλλῃ

(너는) 추진해지다

διαποστέλλεται

(그는) 추진해지다

쌍수 διαποστέλλεσθον

(너희 둘은) 추진해지다

διαποστέλλεσθον

(그 둘은) 추진해지다

복수 διαποστελλόμεθα

(우리는) 추진해지다

διαποστέλλεσθε

(너희는) 추진해지다

διαποστέλλονται

(그들은) 추진해지다

접속법단수 διαποστέλλωμαι

(나는) 추진해지자

διαποστέλλῃ

(너는) 추진해지자

διαποστέλληται

(그는) 추진해지자

쌍수 διαποστέλλησθον

(너희 둘은) 추진해지자

διαποστέλλησθον

(그 둘은) 추진해지자

복수 διαποστελλώμεθα

(우리는) 추진해지자

διαποστέλλησθε

(너희는) 추진해지자

διαποστέλλωνται

(그들은) 추진해지자

기원법단수 διαποστελλοίμην

(나는) 추진해지기를 (바라다)

διαποστέλλοιο

(너는) 추진해지기를 (바라다)

διαποστέλλοιτο

(그는) 추진해지기를 (바라다)

쌍수 διαποστέλλοισθον

(너희 둘은) 추진해지기를 (바라다)

διαποστελλοίσθην

(그 둘은) 추진해지기를 (바라다)

복수 διαποστελλοίμεθα

(우리는) 추진해지기를 (바라다)

διαποστέλλοισθε

(너희는) 추진해지기를 (바라다)

διαποστέλλοιντο

(그들은) 추진해지기를 (바라다)

명령법단수 διαποστέλλου

(너는) 추진해져라

διαποστελλέσθω

(그는) 추진해져라

쌍수 διαποστέλλεσθον

(너희 둘은) 추진해져라

διαποστελλέσθων

(그 둘은) 추진해져라

복수 διαποστέλλεσθε

(너희는) 추진해져라

διαποστελλέσθων, διαποστελλέσθωσαν

(그들은) 추진해져라

부정사 διαποστέλλεσθαι

추진해지는 것

분사 남성여성중성
διαποστελλομενος

διαποστελλομενου

διαποστελλομενη

διαποστελλομενης

διαποστελλομενον

διαποστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαποστελῶ

(나는) 추진하겠다

διαποστελεῖς

(너는) 추진하겠다

διαποστελεῖ

(그는) 추진하겠다

쌍수 διαποστελεῖτον

(너희 둘은) 추진하겠다

διαποστελεῖτον

(그 둘은) 추진하겠다

복수 διαποστελοῦμεν

(우리는) 추진하겠다

διαποστελεῖτε

(너희는) 추진하겠다

διαποστελοῦσιν*

(그들은) 추진하겠다

기원법단수 διαποστελοῖμι

(나는) 추진하겠기를 (바라다)

διαποστελοῖς

(너는) 추진하겠기를 (바라다)

διαποστελοῖ

(그는) 추진하겠기를 (바라다)

쌍수 διαποστελοῖτον

(너희 둘은) 추진하겠기를 (바라다)

διαποστελοίτην

(그 둘은) 추진하겠기를 (바라다)

복수 διαποστελοῖμεν

(우리는) 추진하겠기를 (바라다)

διαποστελοῖτε

(너희는) 추진하겠기를 (바라다)

διαποστελοῖεν

(그들은) 추진하겠기를 (바라다)

부정사 διαποστελεῖν

추진할 것

분사 남성여성중성
διαποστελων

διαποστελουντος

διαποστελουσα

διαποστελουσης

διαποστελουν

διαποστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαποστελοῦμαι

(나는) 추진해지겠다

διαποστελεῖ, διαποστελῇ

(너는) 추진해지겠다

διαποστελεῖται

(그는) 추진해지겠다

쌍수 διαποστελεῖσθον

(너희 둘은) 추진해지겠다

διαποστελεῖσθον

(그 둘은) 추진해지겠다

복수 διαποστελούμεθα

(우리는) 추진해지겠다

διαποστελεῖσθε

(너희는) 추진해지겠다

διαποστελοῦνται

(그들은) 추진해지겠다

기원법단수 διαποστελοίμην

(나는) 추진해지겠기를 (바라다)

διαποστελοῖο

(너는) 추진해지겠기를 (바라다)

διαποστελοῖτο

(그는) 추진해지겠기를 (바라다)

쌍수 διαποστελοῖσθον

(너희 둘은) 추진해지겠기를 (바라다)

διαποστελοίσθην

(그 둘은) 추진해지겠기를 (바라다)

복수 διαποστελοίμεθα

(우리는) 추진해지겠기를 (바라다)

διαποστελοῖσθε

(너희는) 추진해지겠기를 (바라다)

διαποστελοῖντο

(그들은) 추진해지겠기를 (바라다)

부정사 διαποστελεῖσθαι

추진해질 것

분사 남성여성중성
διαποστελουμενος

διαποστελουμενου

διαποστελουμενη

διαποστελουμενης

διαποστελουμενον

διαποστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήποστελλον

(나는) 추진하고 있었다

διήποστελλες

(너는) 추진하고 있었다

διήποστελλεν*

(그는) 추진하고 있었다

쌍수 διηπο͂στελλετον

(너희 둘은) 추진하고 있었다

διηπόστελλετην

(그 둘은) 추진하고 있었다

복수 διηπο͂στελλομεν

(우리는) 추진하고 있었다

διηπο͂στελλετε

(너희는) 추진하고 있었다

διήποστελλον

(그들은) 추진하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηπόστελλομην

(나는) 추진해지고 있었다

διηπο͂στελλου

(너는) 추진해지고 있었다

διηπο͂στελλετο

(그는) 추진해지고 있었다

쌍수 διηπο͂στελλεσθον

(너희 둘은) 추진해지고 있었다

διηπόστελλεσθην

(그 둘은) 추진해지고 있었다

복수 διηπόστελλομεθα

(우리는) 추진해지고 있었다

διηπο͂στελλεσθε

(너희는) 추진해지고 있었다

διηπο͂στελλοντο

(그들은) 추진해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 추진하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION