헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπομπεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπομπεύω διαπομπεύσω

형태분석: δια (접두사) + πομπεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to carry the procession to an end

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπομπεύω

διαπομπεύεις

διαπομπεύει

쌍수 διαπομπεύετον

διαπομπεύετον

복수 διαπομπεύομεν

διαπομπεύετε

διαπομπεύουσιν*

접속법단수 διαπομπεύω

διαπομπεύῃς

διαπομπεύῃ

쌍수 διαπομπεύητον

διαπομπεύητον

복수 διαπομπεύωμεν

διαπομπεύητε

διαπομπεύωσιν*

기원법단수 διαπομπεύοιμι

διαπομπεύοις

διαπομπεύοι

쌍수 διαπομπεύοιτον

διαπομπευοίτην

복수 διαπομπεύοιμεν

διαπομπεύοιτε

διαπομπεύοιεν

명령법단수 διαπόμπευε

διαπομπευέτω

쌍수 διαπομπεύετον

διαπομπευέτων

복수 διαπομπεύετε

διαπομπευόντων, διαπομπευέτωσαν

부정사 διαπομπεύειν

분사 남성여성중성
διαπομπευων

διαπομπευοντος

διαπομπευουσα

διαπομπευουσης

διαπομπευον

διαπομπευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπομπεύομαι

διαπομπεύει, διαπομπεύῃ

διαπομπεύεται

쌍수 διαπομπεύεσθον

διαπομπεύεσθον

복수 διαπομπευόμεθα

διαπομπεύεσθε

διαπομπεύονται

접속법단수 διαπομπεύωμαι

διαπομπεύῃ

διαπομπεύηται

쌍수 διαπομπεύησθον

διαπομπεύησθον

복수 διαπομπευώμεθα

διαπομπεύησθε

διαπομπεύωνται

기원법단수 διαπομπευοίμην

διαπομπεύοιο

διαπομπεύοιτο

쌍수 διαπομπεύοισθον

διαπομπευοίσθην

복수 διαπομπευοίμεθα

διαπομπεύοισθε

διαπομπεύοιντο

명령법단수 διαπομπεύου

διαπομπευέσθω

쌍수 διαπομπεύεσθον

διαπομπευέσθων

복수 διαπομπεύεσθε

διαπομπευέσθων, διαπομπευέσθωσαν

부정사 διαπομπεύεσθαι

분사 남성여성중성
διαπομπευομενος

διαπομπευομενου

διαπομπευομενη

διαπομπευομενης

διαπομπευομενον

διαπομπευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπομπεύσω

διαπομπεύσεις

διαπομπεύσει

쌍수 διαπομπεύσετον

διαπομπεύσετον

복수 διαπομπεύσομεν

διαπομπεύσετε

διαπομπεύσουσιν*

기원법단수 διαπομπεύσοιμι

διαπομπεύσοις

διαπομπεύσοι

쌍수 διαπομπεύσοιτον

διαπομπευσοίτην

복수 διαπομπεύσοιμεν

διαπομπεύσοιτε

διαπομπεύσοιεν

부정사 διαπομπεύσειν

분사 남성여성중성
διαπομπευσων

διαπομπευσοντος

διαπομπευσουσα

διαπομπευσουσης

διαπομπευσον

διαπομπευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπομπεύσομαι

διαπομπεύσει, διαπομπεύσῃ

διαπομπεύσεται

쌍수 διαπομπεύσεσθον

διαπομπεύσεσθον

복수 διαπομπευσόμεθα

διαπομπεύσεσθε

διαπομπεύσονται

기원법단수 διαπομπευσοίμην

διαπομπεύσοιο

διαπομπεύσοιτο

쌍수 διαπομπεύσοισθον

διαπομπευσοίσθην

복수 διαπομπευσοίμεθα

διαπομπεύσοισθε

διαπομπεύσοιντο

부정사 διαπομπεύσεσθαι

분사 남성여성중성
διαπομπευσομενος

διαπομπευσομενου

διαπομπευσομενη

διαπομπευσομενης

διαπομπευσομενον

διαπομπευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry the procession to an end

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION