헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπάσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπάσσω διαπάσω διέπασα

형태분석: δια (접두사) + πάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뿌리다, 끼얹다, 던지다
  1. to sprinkle, to sprinkle some

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπάσσω

(나는) 뿌린다

διαπάσσεις

(너는) 뿌린다

διαπάσσει

(그는) 뿌린다

쌍수 διαπάσσετον

(너희 둘은) 뿌린다

διαπάσσετον

(그 둘은) 뿌린다

복수 διαπάσσομεν

(우리는) 뿌린다

διαπάσσετε

(너희는) 뿌린다

διαπάσσουσιν*

(그들은) 뿌린다

접속법단수 διαπάσσω

(나는) 뿌리자

διαπάσσῃς

(너는) 뿌리자

διαπάσσῃ

(그는) 뿌리자

쌍수 διαπάσσητον

(너희 둘은) 뿌리자

διαπάσσητον

(그 둘은) 뿌리자

복수 διαπάσσωμεν

(우리는) 뿌리자

διαπάσσητε

(너희는) 뿌리자

διαπάσσωσιν*

(그들은) 뿌리자

기원법단수 διαπάσσοιμι

(나는) 뿌리기를 (바라다)

διαπάσσοις

(너는) 뿌리기를 (바라다)

διαπάσσοι

(그는) 뿌리기를 (바라다)

쌍수 διαπάσσοιτον

(너희 둘은) 뿌리기를 (바라다)

διαπασσοίτην

(그 둘은) 뿌리기를 (바라다)

복수 διαπάσσοιμεν

(우리는) 뿌리기를 (바라다)

διαπάσσοιτε

(너희는) 뿌리기를 (바라다)

διαπάσσοιεν

(그들은) 뿌리기를 (바라다)

명령법단수 διαπάσσε

(너는) 뿌려라

διαπασσέτω

(그는) 뿌려라

쌍수 διαπάσσετον

(너희 둘은) 뿌려라

διαπασσέτων

(그 둘은) 뿌려라

복수 διαπάσσετε

(너희는) 뿌려라

διαπασσόντων, διαπασσέτωσαν

(그들은) 뿌려라

부정사 διαπάσσειν

뿌리는 것

분사 남성여성중성
διαπασσων

διαπασσοντος

διαπασσουσα

διαπασσουσης

διαπασσον

διαπασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπάσσομαι

(나는) 뿌려진다

διαπάσσει, διαπάσσῃ

(너는) 뿌려진다

διαπάσσεται

(그는) 뿌려진다

쌍수 διαπάσσεσθον

(너희 둘은) 뿌려진다

διαπάσσεσθον

(그 둘은) 뿌려진다

복수 διαπασσόμεθα

(우리는) 뿌려진다

διαπάσσεσθε

(너희는) 뿌려진다

διαπάσσονται

(그들은) 뿌려진다

접속법단수 διαπάσσωμαι

(나는) 뿌려지자

διαπάσσῃ

(너는) 뿌려지자

διαπάσσηται

(그는) 뿌려지자

쌍수 διαπάσσησθον

(너희 둘은) 뿌려지자

διαπάσσησθον

(그 둘은) 뿌려지자

복수 διαπασσώμεθα

(우리는) 뿌려지자

διαπάσσησθε

(너희는) 뿌려지자

διαπάσσωνται

(그들은) 뿌려지자

기원법단수 διαπασσοίμην

(나는) 뿌려지기를 (바라다)

διαπάσσοιο

(너는) 뿌려지기를 (바라다)

διαπάσσοιτο

(그는) 뿌려지기를 (바라다)

쌍수 διαπάσσοισθον

(너희 둘은) 뿌려지기를 (바라다)

διαπασσοίσθην

(그 둘은) 뿌려지기를 (바라다)

복수 διαπασσοίμεθα

(우리는) 뿌려지기를 (바라다)

διαπάσσοισθε

(너희는) 뿌려지기를 (바라다)

διαπάσσοιντο

(그들은) 뿌려지기를 (바라다)

명령법단수 διαπάσσου

(너는) 뿌려져라

διαπασσέσθω

(그는) 뿌려져라

쌍수 διαπάσσεσθον

(너희 둘은) 뿌려져라

διαπασσέσθων

(그 둘은) 뿌려져라

복수 διαπάσσεσθε

(너희는) 뿌려져라

διαπασσέσθων, διαπασσέσθωσαν

(그들은) 뿌려져라

부정사 διαπάσσεσθαι

뿌려지는 것

분사 남성여성중성
διαπασσομενος

διαπασσομενου

διαπασσομενη

διαπασσομενης

διαπασσομενον

διαπασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπάσω

(나는) 뿌리겠다

διαπάσεις

(너는) 뿌리겠다

διαπάσει

(그는) 뿌리겠다

쌍수 διαπάσετον

(너희 둘은) 뿌리겠다

διαπάσετον

(그 둘은) 뿌리겠다

복수 διαπάσομεν

(우리는) 뿌리겠다

διαπάσετε

(너희는) 뿌리겠다

διαπάσουσιν*

(그들은) 뿌리겠다

기원법단수 διαπάσοιμι

(나는) 뿌리겠기를 (바라다)

διαπάσοις

(너는) 뿌리겠기를 (바라다)

διαπάσοι

(그는) 뿌리겠기를 (바라다)

쌍수 διαπάσοιτον

(너희 둘은) 뿌리겠기를 (바라다)

διαπασοίτην

(그 둘은) 뿌리겠기를 (바라다)

복수 διαπάσοιμεν

(우리는) 뿌리겠기를 (바라다)

διαπάσοιτε

(너희는) 뿌리겠기를 (바라다)

διαπάσοιεν

(그들은) 뿌리겠기를 (바라다)

부정사 διαπάσειν

뿌릴 것

분사 남성여성중성
διαπασων

διαπασοντος

διαπασουσα

διαπασουσης

διαπασον

διαπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπάσομαι

(나는) 뿌려지겠다

διαπάσει, διαπάσῃ

(너는) 뿌려지겠다

διαπάσεται

(그는) 뿌려지겠다

쌍수 διαπάσεσθον

(너희 둘은) 뿌려지겠다

διαπάσεσθον

(그 둘은) 뿌려지겠다

복수 διαπασόμεθα

(우리는) 뿌려지겠다

διαπάσεσθε

(너희는) 뿌려지겠다

διαπάσονται

(그들은) 뿌려지겠다

기원법단수 διαπασοίμην

(나는) 뿌려지겠기를 (바라다)

διαπάσοιο

(너는) 뿌려지겠기를 (바라다)

διαπάσοιτο

(그는) 뿌려지겠기를 (바라다)

쌍수 διαπάσοισθον

(너희 둘은) 뿌려지겠기를 (바라다)

διαπασοίσθην

(그 둘은) 뿌려지겠기를 (바라다)

복수 διαπασοίμεθα

(우리는) 뿌려지겠기를 (바라다)

διαπάσοισθε

(너희는) 뿌려지겠기를 (바라다)

διαπάσοιντο

(그들은) 뿌려지겠기를 (바라다)

부정사 διαπάσεσθαι

뿌려질 것

분사 남성여성중성
διαπασομενος

διαπασομενου

διαπασομενη

διαπασομενης

διαπασομενον

διαπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέπασσον

(나는) 뿌리고 있었다

διέπασσες

(너는) 뿌리고 있었다

διέπασσεν*

(그는) 뿌리고 있었다

쌍수 διεπάσσετον

(너희 둘은) 뿌리고 있었다

διεπασσέτην

(그 둘은) 뿌리고 있었다

복수 διεπάσσομεν

(우리는) 뿌리고 있었다

διεπάσσετε

(너희는) 뿌리고 있었다

διέπασσον

(그들은) 뿌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπασσόμην

(나는) 뿌려지고 있었다

διεπάσσου

(너는) 뿌려지고 있었다

διεπάσσετο

(그는) 뿌려지고 있었다

쌍수 διεπάσσεσθον

(너희 둘은) 뿌려지고 있었다

διεπασσέσθην

(그 둘은) 뿌려지고 있었다

복수 διεπασσόμεθα

(우리는) 뿌려지고 있었다

διεπάσσεσθε

(너희는) 뿌려지고 있었다

διεπάσσοντο

(그들은) 뿌려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέπασα

(나는) 뿌렸다

διέπασας

(너는) 뿌렸다

διέπασεν*

(그는) 뿌렸다

쌍수 διεπάσατον

(너희 둘은) 뿌렸다

διεπασάτην

(그 둘은) 뿌렸다

복수 διεπάσαμεν

(우리는) 뿌렸다

διεπάσατε

(너희는) 뿌렸다

διέπασαν

(그들은) 뿌렸다

접속법단수 διαπάσω

(나는) 뿌렸자

διαπάσῃς

(너는) 뿌렸자

διαπάσῃ

(그는) 뿌렸자

쌍수 διαπάσητον

(너희 둘은) 뿌렸자

διαπάσητον

(그 둘은) 뿌렸자

복수 διαπάσωμεν

(우리는) 뿌렸자

διαπάσητε

(너희는) 뿌렸자

διαπάσωσιν*

(그들은) 뿌렸자

기원법단수 διαπάσαιμι

(나는) 뿌렸기를 (바라다)

διαπάσαις

(너는) 뿌렸기를 (바라다)

διαπάσαι

(그는) 뿌렸기를 (바라다)

쌍수 διαπάσαιτον

(너희 둘은) 뿌렸기를 (바라다)

διαπασαίτην

(그 둘은) 뿌렸기를 (바라다)

복수 διαπάσαιμεν

(우리는) 뿌렸기를 (바라다)

διαπάσαιτε

(너희는) 뿌렸기를 (바라다)

διαπάσαιεν

(그들은) 뿌렸기를 (바라다)

명령법단수 διαπάσον

(너는) 뿌렸어라

διαπασάτω

(그는) 뿌렸어라

쌍수 διαπάσατον

(너희 둘은) 뿌렸어라

διαπασάτων

(그 둘은) 뿌렸어라

복수 διαπάσατε

(너희는) 뿌렸어라

διαπασάντων

(그들은) 뿌렸어라

부정사 διαπάσαι

뿌렸는 것

분사 남성여성중성
διαπασᾱς

διαπασαντος

διαπασᾱσα

διαπασᾱσης

διαπασαν

διαπασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπασάμην

(나는) 뿌려졌다

διεπάσω

(너는) 뿌려졌다

διεπάσατο

(그는) 뿌려졌다

쌍수 διεπάσασθον

(너희 둘은) 뿌려졌다

διεπασάσθην

(그 둘은) 뿌려졌다

복수 διεπασάμεθα

(우리는) 뿌려졌다

διεπάσασθε

(너희는) 뿌려졌다

διεπάσαντο

(그들은) 뿌려졌다

접속법단수 διαπάσωμαι

(나는) 뿌려졌자

διαπάσῃ

(너는) 뿌려졌자

διαπάσηται

(그는) 뿌려졌자

쌍수 διαπάσησθον

(너희 둘은) 뿌려졌자

διαπάσησθον

(그 둘은) 뿌려졌자

복수 διαπασώμεθα

(우리는) 뿌려졌자

διαπάσησθε

(너희는) 뿌려졌자

διαπάσωνται

(그들은) 뿌려졌자

기원법단수 διαπασαίμην

(나는) 뿌려졌기를 (바라다)

διαπάσαιο

(너는) 뿌려졌기를 (바라다)

διαπάσαιτο

(그는) 뿌려졌기를 (바라다)

쌍수 διαπάσαισθον

(너희 둘은) 뿌려졌기를 (바라다)

διαπασαίσθην

(그 둘은) 뿌려졌기를 (바라다)

복수 διαπασαίμεθα

(우리는) 뿌려졌기를 (바라다)

διαπάσαισθε

(너희는) 뿌려졌기를 (바라다)

διαπάσαιντο

(그들은) 뿌려졌기를 (바라다)

명령법단수 διαπάσαι

(너는) 뿌려졌어라

διαπασάσθω

(그는) 뿌려졌어라

쌍수 διαπάσασθον

(너희 둘은) 뿌려졌어라

διαπασάσθων

(그 둘은) 뿌려졌어라

복수 διαπάσασθε

(너희는) 뿌려졌어라

διαπασάσθων

(그들은) 뿌려졌어라

부정사 διαπάσεσθαι

뿌려졌는 것

분사 남성여성중성
διαπασαμενος

διαπασαμενου

διαπασαμενη

διαπασαμενης

διαπασαμενον

διαπασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐσπεσὼν δὲ ἐσ σωρὸν ψήγματοσ πρῶτα μὲν παρέσαξε παρὰ τὰσ κνήμασ τοῦ χρυσοῦ ὅσον ἐχώρεον οἱ κόθορνοι, μετὰ δὲ τὸν κόλπον πάντα πλησάμενοσ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἐσ τὰσ τρίχασ τῆσ κεφαλῆσ διαπάσασ τοῦ ψήγματοσ καὶ ἄλλο λαβὼν ἐσ τὸ στόμα, ἐξήιε ἐκ τοῦ θησαυροῦ ἕλκων μὲν μόγισ τοὺσ κοθόρνουσ, παντὶ δὲ τεῷ οἰκὼσ μᾶλλον ἢ ἀνθρώπῳ· (Herodotus, The Histories, book 6, chapter 125 5:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 6, chapter 125 5:1)

유의어

  1. 뿌리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION