헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαλείχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαλείχω διαλείξω

형태분석: δια (접두사) + λείχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lick clean

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλείχω

διαλείχεις

διαλείχει

쌍수 διαλείχετον

διαλείχετον

복수 διαλείχομεν

διαλείχετε

διαλείχουσιν*

접속법단수 διαλείχω

διαλείχῃς

διαλείχῃ

쌍수 διαλείχητον

διαλείχητον

복수 διαλείχωμεν

διαλείχητε

διαλείχωσιν*

기원법단수 διαλείχοιμι

διαλείχοις

διαλείχοι

쌍수 διαλείχοιτον

διαλειχοίτην

복수 διαλείχοιμεν

διαλείχοιτε

διαλείχοιεν

명령법단수 διαλείχε

διαλειχέτω

쌍수 διαλείχετον

διαλειχέτων

복수 διαλείχετε

διαλειχόντων, διαλειχέτωσαν

부정사 διαλείχειν

분사 남성여성중성
διαλειχων

διαλειχοντος

διαλειχουσα

διαλειχουσης

διαλειχον

διαλειχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλείχομαι

διαλείχει, διαλείχῃ

διαλείχεται

쌍수 διαλείχεσθον

διαλείχεσθον

복수 διαλειχόμεθα

διαλείχεσθε

διαλείχονται

접속법단수 διαλείχωμαι

διαλείχῃ

διαλείχηται

쌍수 διαλείχησθον

διαλείχησθον

복수 διαλειχώμεθα

διαλείχησθε

διαλείχωνται

기원법단수 διαλειχοίμην

διαλείχοιο

διαλείχοιτο

쌍수 διαλείχοισθον

διαλειχοίσθην

복수 διαλειχοίμεθα

διαλείχοισθε

διαλείχοιντο

명령법단수 διαλείχου

διαλειχέσθω

쌍수 διαλείχεσθον

διαλειχέσθων

복수 διαλείχεσθε

διαλειχέσθων, διαλειχέσθωσαν

부정사 διαλείχεσθαι

분사 남성여성중성
διαλειχομενος

διαλειχομενου

διαλειχομενη

διαλειχομενης

διαλειχομενον

διαλειχομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to lick clean

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION