헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακωλύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακωλύω διακωλύσω

형태분석: δια (접두사) + κωλύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 막다, 방해하다, 예방하다, 저해하다
  1. to hinder, prevent, he was prevented

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακωλύω

(나는) 막는다

διακωλύεις

(너는) 막는다

διακωλύει

(그는) 막는다

쌍수 διακωλύετον

(너희 둘은) 막는다

διακωλύετον

(그 둘은) 막는다

복수 διακωλύομεν

(우리는) 막는다

διακωλύετε

(너희는) 막는다

διακωλύουσιν*

(그들은) 막는다

접속법단수 διακωλύω

(나는) 막자

διακωλύῃς

(너는) 막자

διακωλύῃ

(그는) 막자

쌍수 διακωλύητον

(너희 둘은) 막자

διακωλύητον

(그 둘은) 막자

복수 διακωλύωμεν

(우리는) 막자

διακωλύητε

(너희는) 막자

διακωλύωσιν*

(그들은) 막자

기원법단수 διακωλύοιμι

(나는) 막기를 (바라다)

διακωλύοις

(너는) 막기를 (바라다)

διακωλύοι

(그는) 막기를 (바라다)

쌍수 διακωλύοιτον

(너희 둘은) 막기를 (바라다)

διακωλυοίτην

(그 둘은) 막기를 (바라다)

복수 διακωλύοιμεν

(우리는) 막기를 (바라다)

διακωλύοιτε

(너희는) 막기를 (바라다)

διακωλύοιεν

(그들은) 막기를 (바라다)

명령법단수 διακώλυε

(너는) 막아라

διακωλυέτω

(그는) 막아라

쌍수 διακωλύετον

(너희 둘은) 막아라

διακωλυέτων

(그 둘은) 막아라

복수 διακωλύετε

(너희는) 막아라

διακωλυόντων, διακωλυέτωσαν

(그들은) 막아라

부정사 διακωλύειν

막는 것

분사 남성여성중성
διακωλυων

διακωλυοντος

διακωλυουσα

διακωλυουσης

διακωλυον

διακωλυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακωλύομαι

(나는) 막힌다

διακωλύει, διακωλύῃ

(너는) 막힌다

διακωλύεται

(그는) 막힌다

쌍수 διακωλύεσθον

(너희 둘은) 막힌다

διακωλύεσθον

(그 둘은) 막힌다

복수 διακωλυόμεθα

(우리는) 막힌다

διακωλύεσθε

(너희는) 막힌다

διακωλύονται

(그들은) 막힌다

접속법단수 διακωλύωμαι

(나는) 막히자

διακωλύῃ

(너는) 막히자

διακωλύηται

(그는) 막히자

쌍수 διακωλύησθον

(너희 둘은) 막히자

διακωλύησθον

(그 둘은) 막히자

복수 διακωλυώμεθα

(우리는) 막히자

διακωλύησθε

(너희는) 막히자

διακωλύωνται

(그들은) 막히자

기원법단수 διακωλυοίμην

(나는) 막히기를 (바라다)

διακωλύοιο

(너는) 막히기를 (바라다)

διακωλύοιτο

(그는) 막히기를 (바라다)

쌍수 διακωλύοισθον

(너희 둘은) 막히기를 (바라다)

διακωλυοίσθην

(그 둘은) 막히기를 (바라다)

복수 διακωλυοίμεθα

(우리는) 막히기를 (바라다)

διακωλύοισθε

(너희는) 막히기를 (바라다)

διακωλύοιντο

(그들은) 막히기를 (바라다)

명령법단수 διακωλύου

(너는) 막혀라

διακωλυέσθω

(그는) 막혀라

쌍수 διακωλύεσθον

(너희 둘은) 막혀라

διακωλυέσθων

(그 둘은) 막혀라

복수 διακωλύεσθε

(너희는) 막혀라

διακωλυέσθων, διακωλυέσθωσαν

(그들은) 막혀라

부정사 διακωλύεσθαι

막히는 것

분사 남성여성중성
διακωλυομενος

διακωλυομενου

διακωλυομενη

διακωλυομενης

διακωλυομενον

διακωλυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακωλύσω

(나는) 막겠다

διακωλύσεις

(너는) 막겠다

διακωλύσει

(그는) 막겠다

쌍수 διακωλύσετον

(너희 둘은) 막겠다

διακωλύσετον

(그 둘은) 막겠다

복수 διακωλύσομεν

(우리는) 막겠다

διακωλύσετε

(너희는) 막겠다

διακωλύσουσιν*

(그들은) 막겠다

기원법단수 διακωλύσοιμι

(나는) 막겠기를 (바라다)

διακωλύσοις

(너는) 막겠기를 (바라다)

διακωλύσοι

(그는) 막겠기를 (바라다)

쌍수 διακωλύσοιτον

(너희 둘은) 막겠기를 (바라다)

διακωλυσοίτην

(그 둘은) 막겠기를 (바라다)

복수 διακωλύσοιμεν

(우리는) 막겠기를 (바라다)

διακωλύσοιτε

(너희는) 막겠기를 (바라다)

διακωλύσοιεν

(그들은) 막겠기를 (바라다)

부정사 διακωλύσειν

막을 것

분사 남성여성중성
διακωλυσων

διακωλυσοντος

διακωλυσουσα

διακωλυσουσης

διακωλυσον

διακωλυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακωλύσομαι

(나는) 막히겠다

διακωλύσει, διακωλύσῃ

(너는) 막히겠다

διακωλύσεται

(그는) 막히겠다

쌍수 διακωλύσεσθον

(너희 둘은) 막히겠다

διακωλύσεσθον

(그 둘은) 막히겠다

복수 διακωλυσόμεθα

(우리는) 막히겠다

διακωλύσεσθε

(너희는) 막히겠다

διακωλύσονται

(그들은) 막히겠다

기원법단수 διακωλυσοίμην

(나는) 막히겠기를 (바라다)

διακωλύσοιο

(너는) 막히겠기를 (바라다)

διακωλύσοιτο

(그는) 막히겠기를 (바라다)

쌍수 διακωλύσοισθον

(너희 둘은) 막히겠기를 (바라다)

διακωλυσοίσθην

(그 둘은) 막히겠기를 (바라다)

복수 διακωλυσοίμεθα

(우리는) 막히겠기를 (바라다)

διακωλύσοισθε

(너희는) 막히겠기를 (바라다)

διακωλύσοιντο

(그들은) 막히겠기를 (바라다)

부정사 διακωλύσεσθαι

막힐 것

분사 남성여성중성
διακωλυσομενος

διακωλυσομενου

διακωλυσομενη

διακωλυσομενης

διακωλυσομενον

διακωλυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκώλυον

(나는) 막고 있었다

διεκώλυες

(너는) 막고 있었다

διεκώλυεν*

(그는) 막고 있었다

쌍수 διεκωλύετον

(너희 둘은) 막고 있었다

διεκωλυέτην

(그 둘은) 막고 있었다

복수 διεκωλύομεν

(우리는) 막고 있었다

διεκωλύετε

(너희는) 막고 있었다

διεκώλυον

(그들은) 막고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκωλυόμην

(나는) 막히고 있었다

διεκωλύου

(너는) 막히고 있었다

διεκωλύετο

(그는) 막히고 있었다

쌍수 διεκωλύεσθον

(너희 둘은) 막히고 있었다

διεκωλυέσθην

(그 둘은) 막히고 있었다

복수 διεκωλυόμεθα

(우리는) 막히고 있었다

διεκωλύεσθε

(너희는) 막히고 있었다

διεκωλύοντο

(그들은) 막히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνησ τοῖσ σωματοφύλαξι μὴ διακωλύειν αὐτήν. καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ παρεμβολῇ ἡμέρασ τρεῖσ, καὶ ἐξεπορεύετο κατὰ νύκτα εἰσ τὴν φάραγγα Βαιτυλούα καὶ ἐβαπτίζετο ἐν τῇ παρεμβολῇ ἐπὶ τῆσ πηγῆσ τοῦ ὕδατοσ. (Septuagint, Liber Iudith 12:7)

    (70인역 성경, 유딧기 12:7)

  • οἱ δὲ τῶν παρθένων ἡττώμενοι διεκωλύοντο πρὸσ τὴν τόλμαν ὑπὸ τῆσ τοῦ Σκεδάσου χρηστότητοσ. (Plutarch, Amatoriae narrationes, chapter 3 2:3)

    (플루타르코스, Amatoriae narrationes, chapter 3 2:3)

  • καὶ πρὸσ τὸν Λεωνίδαν τραπόμεναι παρεκάλουν ὄντα πρεσβύτερον ἐπιλαμβάνεσθαι τοῦ Ἄγιδοσ καὶ τὰ πραττόμενα διακωλύειν. (Plutarch, Agis, chapter 7 4:2)

    (플루타르코스, Agis, chapter 7 4:2)

  • αἰσθόμενοσ δὲ ὁ Ἴφικλοσ διεκώλυε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 61 3:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 61 3:6)

  • ἃ δὲ ἀφ’ ἧσ ἡμέρασ ἐπὶ ταῦτα ἐπέστην ἐγώ, διεκώλυον λαβεῖν, ταῦτα ἀναμνήσω καὶ περὶ τούτων ὑφέξω λόγον, τοσοῦτον ὑπειπών· (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 14 3:2)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 14 3:2)

유의어

  1. 막다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION