헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακρατέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακρατέω διακρατήσω

형태분석: δια (접두사) + κρατέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 꽉 잡다, 지체하게 하다, 붙들다
  1. to hold fast, hold one's own

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακράτω

(나는) 꽉 잡는다

διακράτεις

(너는) 꽉 잡는다

διακράτει

(그는) 꽉 잡는다

쌍수 διακράτειτον

(너희 둘은) 꽉 잡는다

διακράτειτον

(그 둘은) 꽉 잡는다

복수 διακράτουμεν

(우리는) 꽉 잡는다

διακράτειτε

(너희는) 꽉 잡는다

διακράτουσιν*

(그들은) 꽉 잡는다

접속법단수 διακράτω

(나는) 꽉 잡자

διακράτῃς

(너는) 꽉 잡자

διακράτῃ

(그는) 꽉 잡자

쌍수 διακράτητον

(너희 둘은) 꽉 잡자

διακράτητον

(그 둘은) 꽉 잡자

복수 διακράτωμεν

(우리는) 꽉 잡자

διακράτητε

(너희는) 꽉 잡자

διακράτωσιν*

(그들은) 꽉 잡자

기원법단수 διακράτοιμι

(나는) 꽉 잡기를 (바라다)

διακράτοις

(너는) 꽉 잡기를 (바라다)

διακράτοι

(그는) 꽉 잡기를 (바라다)

쌍수 διακράτοιτον

(너희 둘은) 꽉 잡기를 (바라다)

διακρατοίτην

(그 둘은) 꽉 잡기를 (바라다)

복수 διακράτοιμεν

(우리는) 꽉 잡기를 (바라다)

διακράτοιτε

(너희는) 꽉 잡기를 (바라다)

διακράτοιεν

(그들은) 꽉 잡기를 (바라다)

명령법단수 διακρᾶτει

(너는) 꽉 잡아라

διακρατεῖτω

(그는) 꽉 잡아라

쌍수 διακράτειτον

(너희 둘은) 꽉 잡아라

διακρατεῖτων

(그 둘은) 꽉 잡아라

복수 διακράτειτε

(너희는) 꽉 잡아라

διακρατοῦντων, διακρατεῖτωσαν

(그들은) 꽉 잡아라

부정사 διακράτειν

꽉 잡는 것

분사 남성여성중성
διακρατων

διακρατουντος

διακρατουσα

διακρατουσης

διακρατουν

διακρατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακράτουμαι

(나는) 꽉 잡힌다

διακράτει, διακράτῃ

(너는) 꽉 잡힌다

διακράτειται

(그는) 꽉 잡힌다

쌍수 διακράτεισθον

(너희 둘은) 꽉 잡힌다

διακράτεισθον

(그 둘은) 꽉 잡힌다

복수 διακρατοῦμεθα

(우리는) 꽉 잡힌다

διακράτεισθε

(너희는) 꽉 잡힌다

διακράτουνται

(그들은) 꽉 잡힌다

접속법단수 διακράτωμαι

(나는) 꽉 잡히자

διακράτῃ

(너는) 꽉 잡히자

διακράτηται

(그는) 꽉 잡히자

쌍수 διακράτησθον

(너희 둘은) 꽉 잡히자

διακράτησθον

(그 둘은) 꽉 잡히자

복수 διακρατώμεθα

(우리는) 꽉 잡히자

διακράτησθε

(너희는) 꽉 잡히자

διακράτωνται

(그들은) 꽉 잡히자

기원법단수 διακρατοίμην

(나는) 꽉 잡히기를 (바라다)

διακράτοιο

(너는) 꽉 잡히기를 (바라다)

διακράτοιτο

(그는) 꽉 잡히기를 (바라다)

쌍수 διακράτοισθον

(너희 둘은) 꽉 잡히기를 (바라다)

διακρατοίσθην

(그 둘은) 꽉 잡히기를 (바라다)

복수 διακρατοίμεθα

(우리는) 꽉 잡히기를 (바라다)

διακράτοισθε

(너희는) 꽉 잡히기를 (바라다)

διακράτοιντο

(그들은) 꽉 잡히기를 (바라다)

명령법단수 διακράτου

(너는) 꽉 잡혀라

διακρατεῖσθω

(그는) 꽉 잡혀라

쌍수 διακράτεισθον

(너희 둘은) 꽉 잡혀라

διακρατεῖσθων

(그 둘은) 꽉 잡혀라

복수 διακράτεισθε

(너희는) 꽉 잡혀라

διακρατεῖσθων, διακρατεῖσθωσαν

(그들은) 꽉 잡혀라

부정사 διακράτεισθαι

꽉 잡히는 것

분사 남성여성중성
διακρατουμενος

διακρατουμενου

διακρατουμενη

διακρατουμενης

διακρατουμενον

διακρατουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακρατήσω

(나는) 꽉 잡겠다

διακρατήσεις

(너는) 꽉 잡겠다

διακρατήσει

(그는) 꽉 잡겠다

쌍수 διακρατήσετον

(너희 둘은) 꽉 잡겠다

διακρατήσετον

(그 둘은) 꽉 잡겠다

복수 διακρατήσομεν

(우리는) 꽉 잡겠다

διακρατήσετε

(너희는) 꽉 잡겠다

διακρατήσουσιν*

(그들은) 꽉 잡겠다

기원법단수 διακρατήσοιμι

(나는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

διακρατήσοις

(너는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

διακρατήσοι

(그는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

쌍수 διακρατήσοιτον

(너희 둘은) 꽉 잡겠기를 (바라다)

διακρατησοίτην

(그 둘은) 꽉 잡겠기를 (바라다)

복수 διακρατήσοιμεν

(우리는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

διακρατήσοιτε

(너희는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

διακρατήσοιεν

(그들은) 꽉 잡겠기를 (바라다)

부정사 διακρατήσειν

꽉 잡을 것

분사 남성여성중성
διακρατησων

διακρατησοντος

διακρατησουσα

διακρατησουσης

διακρατησον

διακρατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακρατήσομαι

(나는) 꽉 잡히겠다

διακρατήσει, διακρατήσῃ

(너는) 꽉 잡히겠다

διακρατήσεται

(그는) 꽉 잡히겠다

쌍수 διακρατήσεσθον

(너희 둘은) 꽉 잡히겠다

διακρατήσεσθον

(그 둘은) 꽉 잡히겠다

복수 διακρατησόμεθα

(우리는) 꽉 잡히겠다

διακρατήσεσθε

(너희는) 꽉 잡히겠다

διακρατήσονται

(그들은) 꽉 잡히겠다

기원법단수 διακρατησοίμην

(나는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

διακρατήσοιο

(너는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

διακρατήσοιτο

(그는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

쌍수 διακρατήσοισθον

(너희 둘은) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

διακρατησοίσθην

(그 둘은) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

복수 διακρατησοίμεθα

(우리는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

διακρατήσοισθε

(너희는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

διακρατήσοιντο

(그들은) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

부정사 διακρατήσεσθαι

꽉 잡힐 것

분사 남성여성중성
διακρατησομενος

διακρατησομενου

διακρατησομενη

διακρατησομενης

διακρατησομενον

διακρατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκρᾶτουν

(나는) 꽉 잡고 있었다

διεκρᾶτεις

(너는) 꽉 잡고 있었다

διεκρᾶτειν*

(그는) 꽉 잡고 있었다

쌍수 διεκράτειτον

(너희 둘은) 꽉 잡고 있었다

διεκρατεῖτην

(그 둘은) 꽉 잡고 있었다

복수 διεκράτουμεν

(우리는) 꽉 잡고 있었다

διεκράτειτε

(너희는) 꽉 잡고 있었다

διεκρᾶτουν

(그들은) 꽉 잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκρατοῦμην

(나는) 꽉 잡히고 있었다

διεκράτου

(너는) 꽉 잡히고 있었다

διεκράτειτο

(그는) 꽉 잡히고 있었다

쌍수 διεκράτεισθον

(너희 둘은) 꽉 잡히고 있었다

διεκρατεῖσθην

(그 둘은) 꽉 잡히고 있었다

복수 διεκρατοῦμεθα

(우리는) 꽉 잡히고 있었다

διεκράτεισθε

(너희는) 꽉 잡히고 있었다

διεκράτουντο

(그들은) 꽉 잡히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 꽉 잡다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION