헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακλάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακλάω διακλάσω

형태분석: δια (접두사) + κλά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to break in twain
  2. enervated

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακλῶ

διακλᾷς

διακλᾷ

쌍수 διακλᾶτον

διακλᾶτον

복수 διακλῶμεν

διακλᾶτε

διακλῶσιν*

접속법단수 διακλῶ

διακλῇς

διακλῇ

쌍수 διακλῆτον

διακλῆτον

복수 διακλῶμεν

διακλῆτε

διακλῶσιν*

기원법단수 διακλῷμι

διακλῷς

διακλῷ

쌍수 διακλῷτον

διακλῴτην

복수 διακλῷμεν

διακλῷτε

διακλῷεν

명령법단수 διακλᾶ

διακλᾱ́τω

쌍수 διακλᾶτον

διακλᾱ́των

복수 διακλᾶτε

διακλώντων, διακλᾱ́τωσαν

부정사 διακλᾶν

분사 남성여성중성
διακλων

διακλωντος

διακλωσα

διακλωσης

διακλων

διακλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακλῶμαι

διακλᾷ

διακλᾶται

쌍수 διακλᾶσθον

διακλᾶσθον

복수 διακλώμεθα

διακλᾶσθε

διακλῶνται

접속법단수 διακλῶμαι

διακλῇ

διακλῆται

쌍수 διακλῆσθον

διακλῆσθον

복수 διακλώμεθα

διακλῆσθε

διακλῶνται

기원법단수 διακλῴμην

διακλῷο

διακλῷτο

쌍수 διακλῷσθον

διακλῴσθην

복수 διακλῴμεθα

διακλῷσθε

διακλῷντο

명령법단수 διακλῶ

διακλᾱ́σθω

쌍수 διακλᾶσθον

διακλᾱ́σθων

복수 διακλᾶσθε

διακλᾱ́σθων, διακλᾱ́σθωσαν

부정사 διακλᾶσθαι

분사 남성여성중성
διακλωμενος

διακλωμενου

διακλωμενη

διακλωμενης

διακλωμενον

διακλωμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὃσ καὶ τοῖσ βέλεσι κατηρᾶτο καὶ ἠπείλει διακλάσειν αὐτὰ καὶ κατακαύσειν, ὡσ φοβουμένων αὐτὸν τῶν βελῶν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 25:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 25:3)

유의어

  1. to break in twain

  2. enervated

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION