헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαιστόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαιστόω διαιστώσω διηί̈στωσα

형태분석: δι (접두사) + ἀιστό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쓸다
  1. to make an end of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαίστω

(나는) 쓴다

διαίστοις

(너는) 쓴다

διαίστοι

(그는) 쓴다

쌍수 διαίστουτον

(너희 둘은) 쓴다

διαίστουτον

(그 둘은) 쓴다

복수 διαίστουμεν

(우리는) 쓴다

διαίστουτε

(너희는) 쓴다

διαίστουσιν*

(그들은) 쓴다

접속법단수 διαίστω

(나는) 쓸자

διαίστοις

(너는) 쓸자

διαίστοι

(그는) 쓸자

쌍수 διαίστωτον

(너희 둘은) 쓸자

διαίστωτον

(그 둘은) 쓸자

복수 διαίστωμεν

(우리는) 쓸자

διαίστωτε

(너희는) 쓸자

διαίστωσιν*

(그들은) 쓸자

기원법단수 διαίστοιμι

(나는) 쓸기를 (바라다)

διαίστοις

(너는) 쓸기를 (바라다)

διαίστοι

(그는) 쓸기를 (바라다)

쌍수 διαίστοιτον

(너희 둘은) 쓸기를 (바라다)

διαιστοίτην

(그 둘은) 쓸기를 (바라다)

복수 διαίστοιμεν

(우리는) 쓸기를 (바라다)

διαίστοιτε

(너희는) 쓸기를 (바라다)

διαίστοιεν

(그들은) 쓸기를 (바라다)

명령법단수 διαῖστου

(너는) 쓸어라

διαιστοῦτω

(그는) 쓸어라

쌍수 διαίστουτον

(너희 둘은) 쓸어라

διαιστοῦτων

(그 둘은) 쓸어라

복수 διαίστουτε

(너희는) 쓸어라

διαιστοῦντων, διαιστοῦτωσαν

(그들은) 쓸어라

부정사 διαίστουν

쓰는 것

분사 남성여성중성
διαιστων

διαιστουντος

διαιστουσα

διαιστουσης

διαιστουν

διαιστουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαίστουμαι

(나는) 쓸려진다

διαίστοι

(너는) 쓸려진다

διαίστουται

(그는) 쓸려진다

쌍수 διαίστουσθον

(너희 둘은) 쓸려진다

διαίστουσθον

(그 둘은) 쓸려진다

복수 διαιστοῦμεθα

(우리는) 쓸려진다

διαίστουσθε

(너희는) 쓸려진다

διαίστουνται

(그들은) 쓸려진다

접속법단수 διαίστωμαι

(나는) 쓸려지자

διαίστοι

(너는) 쓸려지자

διαίστωται

(그는) 쓸려지자

쌍수 διαίστωσθον

(너희 둘은) 쓸려지자

διαίστωσθον

(그 둘은) 쓸려지자

복수 διαιστώμεθα

(우리는) 쓸려지자

διαίστωσθε

(너희는) 쓸려지자

διαίστωνται

(그들은) 쓸려지자

기원법단수 διαιστοίμην

(나는) 쓸려지기를 (바라다)

διαίστοιο

(너는) 쓸려지기를 (바라다)

διαίστοιτο

(그는) 쓸려지기를 (바라다)

쌍수 διαίστοισθον

(너희 둘은) 쓸려지기를 (바라다)

διαιστοίσθην

(그 둘은) 쓸려지기를 (바라다)

복수 διαιστοίμεθα

(우리는) 쓸려지기를 (바라다)

διαίστοισθε

(너희는) 쓸려지기를 (바라다)

διαίστοιντο

(그들은) 쓸려지기를 (바라다)

명령법단수 διαίστου

(너는) 쓸려져라

διαιστοῦσθω

(그는) 쓸려져라

쌍수 διαίστουσθον

(너희 둘은) 쓸려져라

διαιστοῦσθων

(그 둘은) 쓸려져라

복수 διαίστουσθε

(너희는) 쓸려져라

διαιστοῦσθων, διαιστοῦσθωσαν

(그들은) 쓸려져라

부정사 διαίστουσθαι

쓸려지는 것

분사 남성여성중성
διαιστουμενος

διαιστουμενου

διαιστουμενη

διαιστουμενης

διαιστουμενον

διαιστουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαίστωσω

(나는) 쓸겠다

διαίστωσεις

(너는) 쓸겠다

διαίστωσει

(그는) 쓸겠다

쌍수 διαίστωσετον

(너희 둘은) 쓸겠다

διαίστωσετον

(그 둘은) 쓸겠다

복수 διαίστωσομεν

(우리는) 쓸겠다

διαίστωσετε

(너희는) 쓸겠다

διαίστωσουσιν*

(그들은) 쓸겠다

기원법단수 διαίστωσοιμι

(나는) 쓸겠기를 (바라다)

διαίστωσοις

(너는) 쓸겠기를 (바라다)

διαίστωσοι

(그는) 쓸겠기를 (바라다)

쌍수 διαίστωσοιτον

(너희 둘은) 쓸겠기를 (바라다)

διαιστῶσοιτην

(그 둘은) 쓸겠기를 (바라다)

복수 διαίστωσοιμεν

(우리는) 쓸겠기를 (바라다)

διαίστωσοιτε

(너희는) 쓸겠기를 (바라다)

διαίστωσοιεν

(그들은) 쓸겠기를 (바라다)

부정사 διαίστωσειν

쓸 것

분사 남성여성중성
διαιστωσων

διαιστωσοντος

διαιστωσουσα

διαιστωσουσης

διαιστωσον

διαιστωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαίστωσομαι

(나는) 쓸려지겠다

διαίστωσει, διαίστωσῃ

(너는) 쓸려지겠다

διαίστωσεται

(그는) 쓸려지겠다

쌍수 διαίστωσεσθον

(너희 둘은) 쓸려지겠다

διαίστωσεσθον

(그 둘은) 쓸려지겠다

복수 διαιστῶσομεθα

(우리는) 쓸려지겠다

διαίστωσεσθε

(너희는) 쓸려지겠다

διαίστωσονται

(그들은) 쓸려지겠다

기원법단수 διαιστῶσοιμην

(나는) 쓸려지겠기를 (바라다)

διαίστωσοιο

(너는) 쓸려지겠기를 (바라다)

διαίστωσοιτο

(그는) 쓸려지겠기를 (바라다)

쌍수 διαίστωσοισθον

(너희 둘은) 쓸려지겠기를 (바라다)

διαιστῶσοισθην

(그 둘은) 쓸려지겠기를 (바라다)

복수 διαιστῶσοιμεθα

(우리는) 쓸려지겠기를 (바라다)

διαίστωσοισθε

(너희는) 쓸려지겠기를 (바라다)

διαίστωσοιντο

(그들은) 쓸려지겠기를 (바라다)

부정사 διαίστωσεσθαι

쓸려질 것

분사 남성여성중성
διαιστωσομενος

διαιστωσομενου

διαιστωσομενη

διαιστωσομενης

διαιστωσομενον

διαιστωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήιστουν

(나는) 쓸고 있었다

διήιστους

(너는) 쓸고 있었다

διήιστουν*

(그는) 쓸고 있었다

쌍수 διηῖστουτον

(너희 둘은) 쓸고 있었다

διηίστουτην

(그 둘은) 쓸고 있었다

복수 διηῖστουμεν

(우리는) 쓸고 있었다

διηῖστουτε

(너희는) 쓸고 있었다

διήιστουν

(그들은) 쓸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηίστουμην

(나는) 쓸려지고 있었다

διηῖστου

(너는) 쓸려지고 있었다

διηῖστουτο

(그는) 쓸려지고 있었다

쌍수 διηῖστουσθον

(너희 둘은) 쓸려지고 있었다

διηίστουσθην

(그 둘은) 쓸려지고 있었다

복수 διηίστουμεθα

(우리는) 쓸려지고 있었다

διηῖστουσθε

(너희는) 쓸려지고 있었다

διηῖστουντο

(그들은) 쓸려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήιστωσα

(나는) 쓸었다

διήιστωσας

(너는) 쓸었다

διήιστωσεν*

(그는) 쓸었다

쌍수 διηῖστωσατον

(너희 둘은) 쓸었다

διηίστωσατην

(그 둘은) 쓸었다

복수 διηῖστωσαμεν

(우리는) 쓸었다

διηῖστωσατε

(너희는) 쓸었다

διήιστωσαν

(그들은) 쓸었다

접속법단수 διαίστωσω

(나는) 쓸었자

διαίστωσῃς

(너는) 쓸었자

διαίστωσῃ

(그는) 쓸었자

쌍수 διαίστωσητον

(너희 둘은) 쓸었자

διαίστωσητον

(그 둘은) 쓸었자

복수 διαίστωσωμεν

(우리는) 쓸었자

διαίστωσητε

(너희는) 쓸었자

διαίστωσωσιν*

(그들은) 쓸었자

기원법단수 διαίστωσαιμι

(나는) 쓸었기를 (바라다)

διαίστωσαις

(너는) 쓸었기를 (바라다)

διαίστωσαι

(그는) 쓸었기를 (바라다)

쌍수 διαίστωσαιτον

(너희 둘은) 쓸었기를 (바라다)

διαιστῶσαιτην

(그 둘은) 쓸었기를 (바라다)

복수 διαίστωσαιμεν

(우리는) 쓸었기를 (바라다)

διαίστωσαιτε

(너희는) 쓸었기를 (바라다)

διαίστωσαιεν

(그들은) 쓸었기를 (바라다)

명령법단수 διαῖστωσον

(너는) 쓸었어라

διαίστωσατω

(그는) 쓸었어라

쌍수 διαίστωσατον

(너희 둘은) 쓸었어라

διαιστῶσατων

(그 둘은) 쓸었어라

복수 διαίστωσατε

(너희는) 쓸었어라

διαιστῶσαντων

(그들은) 쓸었어라

부정사 διαίστωσαι

쓸었는 것

분사 남성여성중성
διαιστωσᾱς

διαιστωσαντος

διαιστωσᾱσα

διαιστωσᾱσης

διαιστωσαν

διαιστωσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηίστωσαμην

(나는) 쓸려졌다

διηῖστωσω

(너는) 쓸려졌다

διηῖστωσατο

(그는) 쓸려졌다

쌍수 διηῖστωσασθον

(너희 둘은) 쓸려졌다

διηίστωσασθην

(그 둘은) 쓸려졌다

복수 διηίστωσαμεθα

(우리는) 쓸려졌다

διηῖστωσασθε

(너희는) 쓸려졌다

διηῖστωσαντο

(그들은) 쓸려졌다

접속법단수 διαίστωσωμαι

(나는) 쓸려졌자

διαίστωσῃ

(너는) 쓸려졌자

διαίστωσηται

(그는) 쓸려졌자

쌍수 διαίστωσησθον

(너희 둘은) 쓸려졌자

διαίστωσησθον

(그 둘은) 쓸려졌자

복수 διαιστώσωμεθα

(우리는) 쓸려졌자

διαίστωσησθε

(너희는) 쓸려졌자

διαίστωσωνται

(그들은) 쓸려졌자

기원법단수 διαιστῶσαιμην

(나는) 쓸려졌기를 (바라다)

διαίστωσαιο

(너는) 쓸려졌기를 (바라다)

διαίστωσαιτο

(그는) 쓸려졌기를 (바라다)

쌍수 διαίστωσαισθον

(너희 둘은) 쓸려졌기를 (바라다)

διαιστῶσαισθην

(그 둘은) 쓸려졌기를 (바라다)

복수 διαιστῶσαιμεθα

(우리는) 쓸려졌기를 (바라다)

διαίστωσαισθε

(너희는) 쓸려졌기를 (바라다)

διαίστωσαιντο

(그들은) 쓸려졌기를 (바라다)

명령법단수 διαῖστωσαι

(너는) 쓸려졌어라

διαίστωσασθω

(그는) 쓸려졌어라

쌍수 διαίστωσασθον

(너희 둘은) 쓸려졌어라

διαιστῶσασθων

(그 둘은) 쓸려졌어라

복수 διαίστωσασθε

(너희는) 쓸려졌어라

διαιστῶσασθων

(그들은) 쓸려졌어라

부정사 διαίστωσεσθαι

쓸려졌는 것

분사 남성여성중성
διαιστωσαμενος

διαιστωσαμενου

διαιστωσαμενη

διαιστωσαμενης

διαιστωσαμενον

διαιστωσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 쓸다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION