호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: διαιστόω διαιστώσω διηΐστωσα
형태분석: δι (접두사) + ἀιστό (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαίστω (나는) 쓴다 |
διαίστοις (너는) 쓴다 |
διαίστοι (그는) 쓴다 |
쌍수 | διαίστουτον (너희 둘은) 쓴다 |
διαίστουτον (그 둘은) 쓴다 |
||
복수 | διαίστουμεν (우리는) 쓴다 |
διαίστουτε (너희는) 쓴다 |
διαίστουσι(ν) (그들은) 쓴다 |
|
접속법 | 단수 | διαίστω (나는) 쓸자 |
διαίστοις (너는) 쓸자 |
διαίστοι (그는) 쓸자 |
쌍수 | διαίστωτον (너희 둘은) 쓸자 |
διαίστωτον (그 둘은) 쓸자 |
||
복수 | διαίστωμεν (우리는) 쓸자 |
διαίστωτε (너희는) 쓸자 |
διαίστωσι(ν) (그들은) 쓸자 |
|
기원법 | 단수 | διαίστοιμι (나는) 쓸기를 (바라다) |
διαίστοις (너는) 쓸기를 (바라다) |
διαίστοι (그는) 쓸기를 (바라다) |
쌍수 | διαίστοιτον (너희 둘은) 쓸기를 (바라다) |
διαιστοίτην (그 둘은) 쓸기를 (바라다) |
||
복수 | διαίστοιμεν (우리는) 쓸기를 (바라다) |
διαίστοιτε (너희는) 쓸기를 (바라다) |
διαίστοιεν (그들은) 쓸기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαῖστου (너는) 쓸어라 |
διαιστοῦτω (그는) 쓸어라 |
|
쌍수 | διαίστουτον (너희 둘은) 쓸어라 |
διαιστοῦτων (그 둘은) 쓸어라 |
||
복수 | διαίστουτε (너희는) 쓸어라 |
διαιστοῦντων, διαιστοῦτωσαν (그들은) 쓸어라 |
||
부정사 | διαίστουν 쓰는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαιστων διαιστουντος | διαιστουσα διαιστουσης | διαιστουν διαιστουντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαίστουμαι (나는) 쓸려진다 |
διαίστοι (너는) 쓸려진다 |
διαίστουται (그는) 쓸려진다 |
쌍수 | διαίστουσθον (너희 둘은) 쓸려진다 |
διαίστουσθον (그 둘은) 쓸려진다 |
||
복수 | διαιστοῦμεθα (우리는) 쓸려진다 |
διαίστουσθε (너희는) 쓸려진다 |
διαίστουνται (그들은) 쓸려진다 |
|
접속법 | 단수 | διαίστωμαι (나는) 쓸려지자 |
διαίστοι (너는) 쓸려지자 |
διαίστωται (그는) 쓸려지자 |
쌍수 | διαίστωσθον (너희 둘은) 쓸려지자 |
διαίστωσθον (그 둘은) 쓸려지자 |
||
복수 | διαιστώμεθα (우리는) 쓸려지자 |
διαίστωσθε (너희는) 쓸려지자 |
διαίστωνται (그들은) 쓸려지자 |
|
기원법 | 단수 | διαιστοίμην (나는) 쓸려지기를 (바라다) |
διαίστοιο (너는) 쓸려지기를 (바라다) |
διαίστοιτο (그는) 쓸려지기를 (바라다) |
쌍수 | διαίστοισθον (너희 둘은) 쓸려지기를 (바라다) |
διαιστοίσθην (그 둘은) 쓸려지기를 (바라다) |
||
복수 | διαιστοίμεθα (우리는) 쓸려지기를 (바라다) |
διαίστοισθε (너희는) 쓸려지기를 (바라다) |
διαίστοιντο (그들은) 쓸려지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαίστου (너는) 쓸려져라 |
διαιστοῦσθω (그는) 쓸려져라 |
|
쌍수 | διαίστουσθον (너희 둘은) 쓸려져라 |
διαιστοῦσθων (그 둘은) 쓸려져라 |
||
복수 | διαίστουσθε (너희는) 쓸려져라 |
διαιστοῦσθων, διαιστοῦσθωσαν (그들은) 쓸려져라 |
||
부정사 | διαίστουσθαι 쓸려지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαιστουμενος διαιστουμενου | διαιστουμενη διαιστουμενης | διαιστουμενον διαιστουμενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαίστωσω (나는) 쓸겠다 |
διαίστωσεις (너는) 쓸겠다 |
διαίστωσει (그는) 쓸겠다 |
쌍수 | διαίστωσετον (너희 둘은) 쓸겠다 |
διαίστωσετον (그 둘은) 쓸겠다 |
||
복수 | διαίστωσομεν (우리는) 쓸겠다 |
διαίστωσετε (너희는) 쓸겠다 |
διαίστωσουσι(ν) (그들은) 쓸겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαίστωσοιμι (나는) 쓸겠기를 (바라다) |
διαίστωσοις (너는) 쓸겠기를 (바라다) |
διαίστωσοι (그는) 쓸겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαίστωσοιτον (너희 둘은) 쓸겠기를 (바라다) |
διαιστῶσοιτην (그 둘은) 쓸겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαίστωσοιμεν (우리는) 쓸겠기를 (바라다) |
διαίστωσοιτε (너희는) 쓸겠기를 (바라다) |
διαίστωσοιεν (그들은) 쓸겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαίστωσειν 쓸 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαιστωσων διαιστωσοντος | διαιστωσουσα διαιστωσουσης | διαιστωσον διαιστωσοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαίστωσομαι (나는) 쓸려지겠다 |
διαίστωσει, διαίστωσῃ (너는) 쓸려지겠다 |
διαίστωσεται (그는) 쓸려지겠다 |
쌍수 | διαίστωσεσθον (너희 둘은) 쓸려지겠다 |
διαίστωσεσθον (그 둘은) 쓸려지겠다 |
||
복수 | διαιστῶσομεθα (우리는) 쓸려지겠다 |
διαίστωσεσθε (너희는) 쓸려지겠다 |
διαίστωσονται (그들은) 쓸려지겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαιστῶσοιμην (나는) 쓸려지겠기를 (바라다) |
διαίστωσοιο (너는) 쓸려지겠기를 (바라다) |
διαίστωσοιτο (그는) 쓸려지겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαίστωσοισθον (너희 둘은) 쓸려지겠기를 (바라다) |
διαιστῶσοισθην (그 둘은) 쓸려지겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαιστῶσοιμεθα (우리는) 쓸려지겠기를 (바라다) |
διαίστωσοισθε (너희는) 쓸려지겠기를 (바라다) |
διαίστωσοιντο (그들은) 쓸려지겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαίστωσεσθαι 쓸려질 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαιστωσομενος διαιστωσομενου | διαιστωσομενη διαιστωσομενης | διαιστωσομενον διαιστωσομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διήιστουν (나는) 쓸고 있었다 |
διήιστους (너는) 쓸고 있었다 |
διήιστου(ν) (그는) 쓸고 있었다 |
쌍수 | διηῖστουτον (너희 둘은) 쓸고 있었다 |
διηίστουτην (그 둘은) 쓸고 있었다 |
||
복수 | διηῖστουμεν (우리는) 쓸고 있었다 |
διηῖστουτε (너희는) 쓸고 있었다 |
διήιστουν (그들은) 쓸고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διηίστουμην (나는) 쓸려지고 있었다 |
διηῖστου (너는) 쓸려지고 있었다 |
διηῖστουτο (그는) 쓸려지고 있었다 |
쌍수 | διηῖστουσθον (너희 둘은) 쓸려지고 있었다 |
διηίστουσθην (그 둘은) 쓸려지고 있었다 |
||
복수 | διηίστουμεθα (우리는) 쓸려지고 있었다 |
διηῖστουσθε (너희는) 쓸려지고 있었다 |
διηῖστουντο (그들은) 쓸려지고 있었다 |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διήιστωσα (나는) 쓸었다 |
διήιστωσας (너는) 쓸었다 |
διήιστωσε(ν) (그는) 쓸었다 |
쌍수 | διηῖστωσατον (너희 둘은) 쓸었다 |
διηίστωσατην (그 둘은) 쓸었다 |
||
복수 | διηῖστωσαμεν (우리는) 쓸었다 |
διηῖστωσατε (너희는) 쓸었다 |
διήιστωσαν (그들은) 쓸었다 |
|
접속법 | 단수 | διαίστωσω (나는) 쓸었자 |
διαίστωσῃς (너는) 쓸었자 |
διαίστωσῃ (그는) 쓸었자 |
쌍수 | διαίστωσητον (너희 둘은) 쓸었자 |
διαίστωσητον (그 둘은) 쓸었자 |
||
복수 | διαίστωσωμεν (우리는) 쓸었자 |
διαίστωσητε (너희는) 쓸었자 |
διαίστωσωσι(ν) (그들은) 쓸었자 |
|
기원법 | 단수 | διαίστωσαιμι (나는) 쓸었기를 (바라다) |
διαίστωσαις (너는) 쓸었기를 (바라다) |
διαίστωσαι (그는) 쓸었기를 (바라다) |
쌍수 | διαίστωσαιτον (너희 둘은) 쓸었기를 (바라다) |
διαιστῶσαιτην (그 둘은) 쓸었기를 (바라다) |
||
복수 | διαίστωσαιμεν (우리는) 쓸었기를 (바라다) |
διαίστωσαιτε (너희는) 쓸었기를 (바라다) |
διαίστωσαιεν (그들은) 쓸었기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαῖστωσον (너는) 쓸었어라 |
διαίστωσατω (그는) 쓸었어라 |
|
쌍수 | διαίστωσατον (너희 둘은) 쓸었어라 |
διαιστῶσατων (그 둘은) 쓸었어라 |
||
복수 | διαίστωσατε (너희는) 쓸었어라 |
διαιστῶσαντων (그들은) 쓸었어라 |
||
부정사 | διαίστωσαι 쓸었는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαιστωσας διαιστωσαντος | διαιστωσασα διαιστωσασης | διαιστωσαν διαιστωσαντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διηίστωσαμην (나는) 쓸려졌다 |
διηῖστωσω (너는) 쓸려졌다 |
διηῖστωσατο (그는) 쓸려졌다 |
쌍수 | διηῖστωσασθον (너희 둘은) 쓸려졌다 |
διηίστωσασθην (그 둘은) 쓸려졌다 |
||
복수 | διηίστωσαμεθα (우리는) 쓸려졌다 |
διηῖστωσασθε (너희는) 쓸려졌다 |
διηῖστωσαντο (그들은) 쓸려졌다 |
|
접속법 | 단수 | διαίστωσωμαι (나는) 쓸려졌자 |
διαίστωσῃ (너는) 쓸려졌자 |
διαίστωσηται (그는) 쓸려졌자 |
쌍수 | διαίστωσησθον (너희 둘은) 쓸려졌자 |
διαίστωσησθον (그 둘은) 쓸려졌자 |
||
복수 | διαιστώσωμεθα (우리는) 쓸려졌자 |
διαίστωσησθε (너희는) 쓸려졌자 |
διαίστωσωνται (그들은) 쓸려졌자 |
|
기원법 | 단수 | διαιστῶσαιμην (나는) 쓸려졌기를 (바라다) |
διαίστωσαιο (너는) 쓸려졌기를 (바라다) |
διαίστωσαιτο (그는) 쓸려졌기를 (바라다) |
쌍수 | διαίστωσαισθον (너희 둘은) 쓸려졌기를 (바라다) |
διαιστῶσαισθην (그 둘은) 쓸려졌기를 (바라다) |
||
복수 | διαιστῶσαιμεθα (우리는) 쓸려졌기를 (바라다) |
διαίστωσαισθε (너희는) 쓸려졌기를 (바라다) |
διαίστωσαιντο (그들은) 쓸려졌기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαῖστωσαι (너는) 쓸려졌어라 |
διαίστωσασθω (그는) 쓸려졌어라 |
|
쌍수 | διαίστωσασθον (너희 둘은) 쓸려졌어라 |
διαιστῶσασθων (그 둘은) 쓸려졌어라 |
||
복수 | διαίστωσασθε (너희는) 쓸려졌어라 |
διαιστῶσασθων (그들은) 쓸려졌어라 |
||
부정사 | διαίστωσεσθαι 쓸려졌는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαιστωσαμενος διαιστωσαμενου | διαιστωσαμενη διαιστωσαμενης | διαιστωσαμενον διαιστωσαμενου |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []