헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαβρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαβρέχω διαβρέξω

형태분석: δια (접두사) + βρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 적시다, 완전히 젖다, 우려내다
  1. to wet through, soak

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβρέχω

(나는) 적신다

διαβρέχεις

(너는) 적신다

διαβρέχει

(그는) 적신다

쌍수 διαβρέχετον

(너희 둘은) 적신다

διαβρέχετον

(그 둘은) 적신다

복수 διαβρέχομεν

(우리는) 적신다

διαβρέχετε

(너희는) 적신다

διαβρέχουσιν*

(그들은) 적신다

접속법단수 διαβρέχω

(나는) 적시자

διαβρέχῃς

(너는) 적시자

διαβρέχῃ

(그는) 적시자

쌍수 διαβρέχητον

(너희 둘은) 적시자

διαβρέχητον

(그 둘은) 적시자

복수 διαβρέχωμεν

(우리는) 적시자

διαβρέχητε

(너희는) 적시자

διαβρέχωσιν*

(그들은) 적시자

기원법단수 διαβρέχοιμι

(나는) 적시기를 (바라다)

διαβρέχοις

(너는) 적시기를 (바라다)

διαβρέχοι

(그는) 적시기를 (바라다)

쌍수 διαβρέχοιτον

(너희 둘은) 적시기를 (바라다)

διαβρεχοίτην

(그 둘은) 적시기를 (바라다)

복수 διαβρέχοιμεν

(우리는) 적시기를 (바라다)

διαβρέχοιτε

(너희는) 적시기를 (바라다)

διαβρέχοιεν

(그들은) 적시기를 (바라다)

명령법단수 διαβρέχε

(너는) 적셔라

διαβρεχέτω

(그는) 적셔라

쌍수 διαβρέχετον

(너희 둘은) 적셔라

διαβρεχέτων

(그 둘은) 적셔라

복수 διαβρέχετε

(너희는) 적셔라

διαβρεχόντων, διαβρεχέτωσαν

(그들은) 적셔라

부정사 διαβρέχειν

적시는 것

분사 남성여성중성
διαβρεχων

διαβρεχοντος

διαβρεχουσα

διαβρεχουσης

διαβρεχον

διαβρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβρέχομαι

(나는) 적셔진다

διαβρέχει, διαβρέχῃ

(너는) 적셔진다

διαβρέχεται

(그는) 적셔진다

쌍수 διαβρέχεσθον

(너희 둘은) 적셔진다

διαβρέχεσθον

(그 둘은) 적셔진다

복수 διαβρεχόμεθα

(우리는) 적셔진다

διαβρέχεσθε

(너희는) 적셔진다

διαβρέχονται

(그들은) 적셔진다

접속법단수 διαβρέχωμαι

(나는) 적셔지자

διαβρέχῃ

(너는) 적셔지자

διαβρέχηται

(그는) 적셔지자

쌍수 διαβρέχησθον

(너희 둘은) 적셔지자

διαβρέχησθον

(그 둘은) 적셔지자

복수 διαβρεχώμεθα

(우리는) 적셔지자

διαβρέχησθε

(너희는) 적셔지자

διαβρέχωνται

(그들은) 적셔지자

기원법단수 διαβρεχοίμην

(나는) 적셔지기를 (바라다)

διαβρέχοιο

(너는) 적셔지기를 (바라다)

διαβρέχοιτο

(그는) 적셔지기를 (바라다)

쌍수 διαβρέχοισθον

(너희 둘은) 적셔지기를 (바라다)

διαβρεχοίσθην

(그 둘은) 적셔지기를 (바라다)

복수 διαβρεχοίμεθα

(우리는) 적셔지기를 (바라다)

διαβρέχοισθε

(너희는) 적셔지기를 (바라다)

διαβρέχοιντο

(그들은) 적셔지기를 (바라다)

명령법단수 διαβρέχου

(너는) 적셔져라

διαβρεχέσθω

(그는) 적셔져라

쌍수 διαβρέχεσθον

(너희 둘은) 적셔져라

διαβρεχέσθων

(그 둘은) 적셔져라

복수 διαβρέχεσθε

(너희는) 적셔져라

διαβρεχέσθων, διαβρεχέσθωσαν

(그들은) 적셔져라

부정사 διαβρέχεσθαι

적셔지는 것

분사 남성여성중성
διαβρεχομενος

διαβρεχομενου

διαβρεχομενη

διαβρεχομενης

διαβρεχομενον

διαβρεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβρέξω

(나는) 적시겠다

διαβρέξεις

(너는) 적시겠다

διαβρέξει

(그는) 적시겠다

쌍수 διαβρέξετον

(너희 둘은) 적시겠다

διαβρέξετον

(그 둘은) 적시겠다

복수 διαβρέξομεν

(우리는) 적시겠다

διαβρέξετε

(너희는) 적시겠다

διαβρέξουσιν*

(그들은) 적시겠다

기원법단수 διαβρέξοιμι

(나는) 적시겠기를 (바라다)

διαβρέξοις

(너는) 적시겠기를 (바라다)

διαβρέξοι

(그는) 적시겠기를 (바라다)

쌍수 διαβρέξοιτον

(너희 둘은) 적시겠기를 (바라다)

διαβρεξοίτην

(그 둘은) 적시겠기를 (바라다)

복수 διαβρέξοιμεν

(우리는) 적시겠기를 (바라다)

διαβρέξοιτε

(너희는) 적시겠기를 (바라다)

διαβρέξοιεν

(그들은) 적시겠기를 (바라다)

부정사 διαβρέξειν

적실 것

분사 남성여성중성
διαβρεξων

διαβρεξοντος

διαβρεξουσα

διαβρεξουσης

διαβρεξον

διαβρεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβρέξομαι

(나는) 적셔지겠다

διαβρέξει, διαβρέξῃ

(너는) 적셔지겠다

διαβρέξεται

(그는) 적셔지겠다

쌍수 διαβρέξεσθον

(너희 둘은) 적셔지겠다

διαβρέξεσθον

(그 둘은) 적셔지겠다

복수 διαβρεξόμεθα

(우리는) 적셔지겠다

διαβρέξεσθε

(너희는) 적셔지겠다

διαβρέξονται

(그들은) 적셔지겠다

기원법단수 διαβρεξοίμην

(나는) 적셔지겠기를 (바라다)

διαβρέξοιο

(너는) 적셔지겠기를 (바라다)

διαβρέξοιτο

(그는) 적셔지겠기를 (바라다)

쌍수 διαβρέξοισθον

(너희 둘은) 적셔지겠기를 (바라다)

διαβρεξοίσθην

(그 둘은) 적셔지겠기를 (바라다)

복수 διαβρεξοίμεθα

(우리는) 적셔지겠기를 (바라다)

διαβρέξοισθε

(너희는) 적셔지겠기를 (바라다)

διαβρέξοιντο

(그들은) 적셔지겠기를 (바라다)

부정사 διαβρέξεσθαι

적셔질 것

분사 남성여성중성
διαβρεξομενος

διαβρεξομενου

διαβρεξομενη

διαβρεξομενης

διαβρεξομενον

διαβρεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέβρεχον

(나는) 적시고 있었다

διέβρεχες

(너는) 적시고 있었다

διέβρεχεν*

(그는) 적시고 있었다

쌍수 διεβρέχετον

(너희 둘은) 적시고 있었다

διεβρεχέτην

(그 둘은) 적시고 있었다

복수 διεβρέχομεν

(우리는) 적시고 있었다

διεβρέχετε

(너희는) 적시고 있었다

διέβρεχον

(그들은) 적시고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεβρεχόμην

(나는) 적셔지고 있었다

διεβρέχου

(너는) 적셔지고 있었다

διεβρέχετο

(그는) 적셔지고 있었다

쌍수 διεβρέχεσθον

(너희 둘은) 적셔지고 있었다

διεβρεχέσθην

(그 둘은) 적셔지고 있었다

복수 διεβρεχόμεθα

(우리는) 적셔지고 있었다

διεβρέχεσθε

(너희는) 적셔지고 있었다

διεβρέχοντο

(그들은) 적셔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 적시다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION