Ancient Greek-English Dictionary Language

δημοσιόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δημοσιόω

Structure: δημοσιό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to confiscate
  2. to be published

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημοσίω δημοσίοις δημοσίοι
Dual δημοσίουτον δημοσίουτον
Plural δημοσίουμεν δημοσίουτε δημοσίουσιν*
SubjunctiveSingular δημοσίω δημοσίοις δημοσίοι
Dual δημοσίωτον δημοσίωτον
Plural δημοσίωμεν δημοσίωτε δημοσίωσιν*
OptativeSingular δημοσίοιμι δημοσίοις δημοσίοι
Dual δημοσίοιτον δημοσιοίτην
Plural δημοσίοιμεν δημοσίοιτε δημοσίοιεν
ImperativeSingular δημοσῖου δημοσιοῦτω
Dual δημοσίουτον δημοσιοῦτων
Plural δημοσίουτε δημοσιοῦντων, δημοσιοῦτωσαν
Infinitive δημοσίουν
Participle MasculineFeminineNeuter
δημοσιων δημοσιουντος δημοσιουσα δημοσιουσης δημοσιουν δημοσιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημοσίουμαι δημοσίοι δημοσίουται
Dual δημοσίουσθον δημοσίουσθον
Plural δημοσιοῦμεθα δημοσίουσθε δημοσίουνται
SubjunctiveSingular δημοσίωμαι δημοσίοι δημοσίωται
Dual δημοσίωσθον δημοσίωσθον
Plural δημοσιώμεθα δημοσίωσθε δημοσίωνται
OptativeSingular δημοσιοίμην δημοσίοιο δημοσίοιτο
Dual δημοσίοισθον δημοσιοίσθην
Plural δημοσιοίμεθα δημοσίοισθε δημοσίοιντο
ImperativeSingular δημοσίου δημοσιοῦσθω
Dual δημοσίουσθον δημοσιοῦσθων
Plural δημοσίουσθε δημοσιοῦσθων, δημοσιοῦσθωσαν
Infinitive δημοσίουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δημοσιουμενος δημοσιουμενου δημοσιουμενη δημοσιουμενης δημοσιουμενον δημοσιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οἳ μεγάλων καὶ πολλῶν κινδύνων καταλαμβανόντων τὴν πόλιν ἀξίωσ τῆσ πατρίδοσ καὶ τῆσ αὐτῶν ἐλευθερίασ καὶ τῆσ δόξησ τῆσ δικαίασ ὑπὲρ τῶν τοῦ δημοσίου συμφερόντων ἐκινδύνευσαν; (Dinarchus, Speeches, 44:2)
  • διὸ καὶ ταῖσ Σφραγίτισι νύμφαισ ἔθυον Αἰαντίδαι τὴν πυθόχρηστον θυσίαν ὑπὲρ τῆσ νίκησ, ἐκ δημοσίου τὸ ἀνάλωμα λαμβάνοντεσ· (Plutarch, , chapter 19 5:1)
  • ὁ γὰρ Κάτλοσ ἦν μὲν ἐν ἀξιώματι τῶν Ῥωμαίων μεγίστῳ καὶ τότε τὴν τιμητικὴν ἀρχὴν εἶχεν ἀνέβη δὲ πρὸσ τὸν Κάτωνα τεταγμένον ἐπὶ τοῦ δημοσίου ταμιείου παραιτησόμενόσ τινα τῶν ἐζημιωμένων ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ λιπαρὴσ ἐγίγνετο ταῖσ δεήσεσι προσβιαζόμενοσ· (Plutarch, De vitioso pudore, section 15 2:1)
  • δύο δὲ εἶχεν, Ἰβηρίαν καὶ Λιβύην σύμπασαν, ἃσ διῴκει πρεσβευτὰσ ἀποστέλλων καὶ στρατεύματα τρέφων, οἷσ ἐλάμβανεν ἐκ τοῦ δημοσίου ταμιείου χίλια τάλαντα καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτόν. (Plutarch, Caesar, chapter 28 5:2)
  • τῶν δ’ ἄλλων τότε θυρῶν εἴσω τῆσ οἰκίασ εἰσ τὸ κλεισίον ἀνοιγομένων, ἐκείνησ μόνησ τῆσ οἰκίασ ἐποίησαν ἐκτὸσ ἀπάγεσθαι τὴν αὔλειον, ὡσ δὴ κατὰ τὸ συγχώρημα τῆσ τιμῆσ ἀεὶ τοῦ δημοσίου προσεπιλαμβάνοι. (Plutarch, Publicola, chapter 20 2:2)

Synonyms

  1. to be published

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION