Ancient Greek-English Dictionary Language

δεννάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δεννάζω

Structure: δεννάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from de/nnos

Sense

  1. to abuse, revile, to utter, of, reproach

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δεννάζω δεννάζεις δεννάζει
Dual δεννάζετον δεννάζετον
Plural δεννάζομεν δεννάζετε δεννάζουσιν*
SubjunctiveSingular δεννάζω δεννάζῃς δεννάζῃ
Dual δεννάζητον δεννάζητον
Plural δεννάζωμεν δεννάζητε δεννάζωσιν*
OptativeSingular δεννάζοιμι δεννάζοις δεννάζοι
Dual δεννάζοιτον δενναζοίτην
Plural δεννάζοιμεν δεννάζοιτε δεννάζοιεν
ImperativeSingular δένναζε δενναζέτω
Dual δεννάζετον δενναζέτων
Plural δεννάζετε δενναζόντων, δενναζέτωσαν
Infinitive δεννάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δενναζων δενναζοντος δενναζουσα δενναζουσης δενναζον δενναζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δεννάζομαι δεννάζει, δεννάζῃ δεννάζεται
Dual δεννάζεσθον δεννάζεσθον
Plural δενναζόμεθα δεννάζεσθε δεννάζονται
SubjunctiveSingular δεννάζωμαι δεννάζῃ δεννάζηται
Dual δεννάζησθον δεννάζησθον
Plural δενναζώμεθα δεννάζησθε δεννάζωνται
OptativeSingular δενναζοίμην δεννάζοιο δεννάζοιτο
Dual δεννάζοισθον δενναζοίσθην
Plural δενναζοίμεθα δεννάζοισθε δεννάζοιντο
ImperativeSingular δεννάζου δενναζέσθω
Dual δεννάζεσθον δενναζέσθων
Plural δεννάζεσθε δενναζέσθων, δενναζέσθωσαν
Infinitive δεννάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δενναζομενος δενναζομενου δενναζομενη δενναζομενης δενναζομενον δενναζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to abuse

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION