Ancient Greek-English Dictionary Language

δεκάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δεκάζω

Structure: δεκάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: deka/s I. 2

Sense

  1. to bribe or corrupt, to be bribed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δεκάζω δεκάζεις δεκάζει
Dual δεκάζετον δεκάζετον
Plural δεκάζομεν δεκάζετε δεκάζουσιν*
SubjunctiveSingular δεκάζω δεκάζῃς δεκάζῃ
Dual δεκάζητον δεκάζητον
Plural δεκάζωμεν δεκάζητε δεκάζωσιν*
OptativeSingular δεκάζοιμι δεκάζοις δεκάζοι
Dual δεκάζοιτον δεκαζοίτην
Plural δεκάζοιμεν δεκάζοιτε δεκάζοιεν
ImperativeSingular δέκαζε δεκαζέτω
Dual δεκάζετον δεκαζέτων
Plural δεκάζετε δεκαζόντων, δεκαζέτωσαν
Infinitive δεκάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δεκαζων δεκαζοντος δεκαζουσα δεκαζουσης δεκαζον δεκαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δεκάζομαι δεκάζει, δεκάζῃ δεκάζεται
Dual δεκάζεσθον δεκάζεσθον
Plural δεκαζόμεθα δεκάζεσθε δεκάζονται
SubjunctiveSingular δεκάζωμαι δεκάζῃ δεκάζηται
Dual δεκάζησθον δεκάζησθον
Plural δεκαζώμεθα δεκάζησθε δεκάζωνται
OptativeSingular δεκαζοίμην δεκάζοιο δεκάζοιτο
Dual δεκάζοισθον δεκαζοίσθην
Plural δεκαζοίμεθα δεκάζοισθε δεκάζοιντο
ImperativeSingular δεκάζου δεκαζέσθω
Dual δεκάζεσθον δεκαζέσθων
Plural δεκάζεσθε δεκαζέσθων, δεκαζέσθωσαν
Infinitive δεκάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δεκαζομενος δεκαζομενου δεκαζομενη δεκαζομενης δεκαζομενον δεκαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bribe or corrupt

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION