헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δειματόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δειματόω

형태분석: δειματό (어간) + ω (인칭어미)

어원: dei=ma

  1. 겁주다, 매우 겁주다, 겁나다
  1. to frighten, to be frightened

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δειμάτω

(나는) 겁준다

δειμάτοις

(너는) 겁준다

δειμάτοι

(그는) 겁준다

쌍수 δειμάτουτον

(너희 둘은) 겁준다

δειμάτουτον

(그 둘은) 겁준다

복수 δειμάτουμεν

(우리는) 겁준다

δειμάτουτε

(너희는) 겁준다

δειμάτουσιν*

(그들은) 겁준다

접속법단수 δειμάτω

(나는) 겁주자

δειμάτοις

(너는) 겁주자

δειμάτοι

(그는) 겁주자

쌍수 δειμάτωτον

(너희 둘은) 겁주자

δειμάτωτον

(그 둘은) 겁주자

복수 δειμάτωμεν

(우리는) 겁주자

δειμάτωτε

(너희는) 겁주자

δειμάτωσιν*

(그들은) 겁주자

기원법단수 δειμάτοιμι

(나는) 겁주기를 (바라다)

δειμάτοις

(너는) 겁주기를 (바라다)

δειμάτοι

(그는) 겁주기를 (바라다)

쌍수 δειμάτοιτον

(너희 둘은) 겁주기를 (바라다)

δειματοίτην

(그 둘은) 겁주기를 (바라다)

복수 δειμάτοιμεν

(우리는) 겁주기를 (바라다)

δειμάτοιτε

(너희는) 겁주기를 (바라다)

δειμάτοιεν

(그들은) 겁주기를 (바라다)

명령법단수 δειμᾶτου

(너는) 겁주어라

δειματοῦτω

(그는) 겁주어라

쌍수 δειμάτουτον

(너희 둘은) 겁주어라

δειματοῦτων

(그 둘은) 겁주어라

복수 δειμάτουτε

(너희는) 겁주어라

δειματοῦντων, δειματοῦτωσαν

(그들은) 겁주어라

부정사 δειμάτουν

겁주는 것

분사 남성여성중성
δειματων

δειματουντος

δειματουσα

δειματουσης

δειματουν

δειματουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δειμάτουμαι

(나는) 겁줘진다

δειμάτοι

(너는) 겁줘진다

δειμάτουται

(그는) 겁줘진다

쌍수 δειμάτουσθον

(너희 둘은) 겁줘진다

δειμάτουσθον

(그 둘은) 겁줘진다

복수 δειματοῦμεθα

(우리는) 겁줘진다

δειμάτουσθε

(너희는) 겁줘진다

δειμάτουνται

(그들은) 겁줘진다

접속법단수 δειμάτωμαι

(나는) 겁줘지자

δειμάτοι

(너는) 겁줘지자

δειμάτωται

(그는) 겁줘지자

쌍수 δειμάτωσθον

(너희 둘은) 겁줘지자

δειμάτωσθον

(그 둘은) 겁줘지자

복수 δειματώμεθα

(우리는) 겁줘지자

δειμάτωσθε

(너희는) 겁줘지자

δειμάτωνται

(그들은) 겁줘지자

기원법단수 δειματοίμην

(나는) 겁줘지기를 (바라다)

δειμάτοιο

(너는) 겁줘지기를 (바라다)

δειμάτοιτο

(그는) 겁줘지기를 (바라다)

쌍수 δειμάτοισθον

(너희 둘은) 겁줘지기를 (바라다)

δειματοίσθην

(그 둘은) 겁줘지기를 (바라다)

복수 δειματοίμεθα

(우리는) 겁줘지기를 (바라다)

δειμάτοισθε

(너희는) 겁줘지기를 (바라다)

δειμάτοιντο

(그들은) 겁줘지기를 (바라다)

명령법단수 δειμάτου

(너는) 겁줘져라

δειματοῦσθω

(그는) 겁줘져라

쌍수 δειμάτουσθον

(너희 둘은) 겁줘져라

δειματοῦσθων

(그 둘은) 겁줘져라

복수 δειμάτουσθε

(너희는) 겁줘져라

δειματοῦσθων, δειματοῦσθωσαν

(그들은) 겁줘져라

부정사 δειμάτουσθαι

겁줘지는 것

분사 남성여성중성
δειματουμενος

δειματουμενου

δειματουμενη

δειματουμενης

δειματουμενον

δειματουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδειμᾶτουν

(나는) 겁주고 있었다

ἐδειμᾶτους

(너는) 겁주고 있었다

ἐδειμᾶτουν*

(그는) 겁주고 있었다

쌍수 ἐδειμάτουτον

(너희 둘은) 겁주고 있었다

ἐδειματοῦτην

(그 둘은) 겁주고 있었다

복수 ἐδειμάτουμεν

(우리는) 겁주고 있었다

ἐδειμάτουτε

(너희는) 겁주고 있었다

ἐδειμᾶτουν

(그들은) 겁주고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδειματοῦμην

(나는) 겁줘지고 있었다

ἐδειμάτου

(너는) 겁줘지고 있었다

ἐδειμάτουτο

(그는) 겁줘지고 있었다

쌍수 ἐδειμάτουσθον

(너희 둘은) 겁줘지고 있었다

ἐδειματοῦσθην

(그 둘은) 겁줘지고 있었다

복수 ἐδειματοῦμεθα

(우리는) 겁줘지고 있었다

ἐδειμάτουσθε

(너희는) 겁줘지고 있었다

ἐδειμάτουντο

(그들은) 겁줘지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "μάλα θαυμαστὸν ἄνδρα τὸν Ἀβδηρόθεν ἐκεῖνον Δημόκριτον, ὃσ οὕτωσ ἄρα ἐπέπειστο μηδὲν οἱο͂́ν τε εἶναι συστῆναι τοιοῦτον ὥστε, ἐπειδὴ καθείρξασ ἑαυτὸν εἰσ μνῆμα ἔξω πυλῶν ἐνταῦθα διετέλει γράφων καὶ συντάττων καὶ νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν, καί τινεσ τῶν νεανίσκων ἐρεσχελεῖν αὐτὸν βουλόμενοι καὶ δειματοῦν στειλάμενοι νεκρικῶσ ^ ἐσθῆτι μελαίνῃ καὶ προσωπείοισ εἰσ τὰ κρανία μεμιμημένοισ περιστάντεσ αὐτὸν περιεχόρευον ὑπὸ πυκνῇ τῇ βάσει ἀναπηδῶντεσ, ὁ δὲ οὔτε ἔδεισεν τὴν προσποίησιν αὐτῶν οὔτε ὅλωσ ἀνέβλεψεν πρὸσ αὐτούσ, ἀλλὰ μεταξὺ γράφων, ’ παύσασθε,’ ἔφη, ’ παίζοντεσ· (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 26:6)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 26:6)

  • μή μ’ ἔκπληττε μηδὲ δειμάτου· (Aristophanes, Frogs, Prologue 5:32)

    (아리스토파네스, Frogs, Prologue 5:32)

유의어

  1. 겁주다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION