- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δαλός?

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: dalos 고전 발음: [달로] 신약 발음: [달로]

기본형: δαλός

어원: δαίω

  1. 번개, 천둥번개
  1. a fire-brand, piece of blazing wood
  2. a thunderbolt
  3. a burnt-out torch

예문

  • κατέστρεψα ὑμᾶς, καθὼς κατέστρεψεν ὁ Θεὸς Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ ἐγένεσθε ὡς δαλὸς ἐξεσπασμένος ἐκ πυρός. καὶ οὐδ᾿ ὧς ἐπεστρέψατε πρός με, λέγει Κύριος. (Septuagint, Prophetia Amos 4:11)

    (70인역 성경, 아모스서 4:11)

  • καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν διάβολον. ἐπιτιμήσαι Κύριος ἐν σοί, διάβολε, καὶ ἐπιτιμήσαι Κύριος ἐν σοὶ ὁ ἐκλεξάμενος τὴν Ἱερουσαλήμ. οὐκ ἰδοὺ τοῦτο ὡς δαλὸς ἐξεσπασμένος ἐκ πυρός; (Septuagint, Prophetia Zachariae 3:2)

    (70인역 성경, 즈카르야서 3:2)

  • μισεῖ ς ἁ Δᾶλος καὶ δάφνας ἔρνεα φοίνικα παρ ἁβροκόμαν, ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῖς. (Euripides, Ion, episode, lyric 2:4)

    (에우리피데스, Ion, episode, lyric 2:4)

  • μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι. (Pindar, Odes, isthmian odes, isthmian 1 1:2)

    (핀다르, Odes, isthmian odes, isthmian 1 1:2)

  • τούτου δ ὄντος ἡμερῶν ἑπτὰ παραγενομένας τὰς μοίρας φασὶν εἰπεῖν, <ὅτι> τότε τελευτήσει Μελέαγρος, ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:2)

유의어

  1. 번개

  2. a burnt-out torch

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION