Ancient Greek-English Dictionary Language

ξιφήρης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ξιφήρης ξιφήρες

Structure: ξιφηρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: A)/rw

Sense

  1. sword in hand

Examples

  • καὶ μὴν οἵδ’ ἀγωνισταὶ πικροὶ δεῦρ’ ἐπείγονται ξιφήρεισ. (Euripides, Ion, episode, trochees10)
  • κεκρυμμένουσ θῆρασ ξιφήρεισ αὐτίκ’ ἐχθροῖσιν φανεῖ. (Euripides, choral, antistrophe 15)
  • ὦ κατὰ στέγασ φίλοι ξιφήρεισ, οὐχὶ συλλήψεσθ’ ἄγραν; (Euripides, episode, iambic33)
  • εἶτα οὕτωσ ἀναγαγοῦσα τοὺσ ἀδελφοὺσ ξιφήρεισ καὶ στήσασα πρὸ τῶν θυρῶν εἰσῆλθεν αὐτή, καὶ καθελοῦσα τὸ ξίφοσ ὑπὲρ τῆσ κεφαλῆσ κρεμάμενον σημεῖον εἶναι τοῦ κατέχεσθαι τὸν ἄνδρα καὶ καθεύδειν ἔδειξεν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 35 6:1)
  • ὁρισθέντοσ δὲ καιροῦ πρὸσ τὴν σύνοδον, ὁ Πολύαρχοσ εἰσ τὸ δωμάτιον τῆσ ἀδελφῆσ παρεισήχθη κρύφα, νεανίσκουσ ἔχων δύο σὺν αὑτῷ ξιφήρεισ, φόνῳ πατρὸσ ἐπεξιόντασ, ὃν ὁ Λάαρχοσ ἐτύγχανεν ἀπεκτονὼσ νεωστί. (Plutarch, Mulierum virtutes, 3:6)

Synonyms

  1. sword in hand

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION