헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξενόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξενόω

형태분석: ξενό (어간) + ω (인칭어미)

어원: ce/nos

  1. 취하다, 잡다, 가득 채우다, 빼앗다, 가정하다
  1. to make one's friend and guest
  2. to enter into a treaty of hospitality with
  3. to take up, abode with, as a guest, to be entertained
  4. to be in foreign parts, to be abroad, to go into banishment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενῶ

ξενοῖς

ξενοῖ

쌍수 ξενοῦτον

ξενοῦτον

복수 ξενοῦμεν

ξενοῦτε

ξενοῦσιν*

접속법단수 ξενῶ

ξενοῖς

ξενοῖ

쌍수 ξενῶτον

ξενῶτον

복수 ξενῶμεν

ξενῶτε

ξενῶσιν*

기원법단수 ξενοῖμι

ξενοῖς

ξενοῖ

쌍수 ξενοῖτον

ξενοίτην

복수 ξενοῖμεν

ξενοῖτε

ξενοῖεν

명령법단수 ξένου

ξενούτω

쌍수 ξενοῦτον

ξενούτων

복수 ξενοῦτε

ξενούντων, ξενούτωσαν

부정사 ξενοῦν

분사 남성여성중성
ξενων

ξενουντος

ξενουσα

ξενουσης

ξενουν

ξενουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοῦμαι

ξενοῖ

ξενοῦται

쌍수 ξενοῦσθον

ξενοῦσθον

복수 ξενούμεθα

ξενοῦσθε

ξενοῦνται

접속법단수 ξενῶμαι

ξενοῖ

ξενῶται

쌍수 ξενῶσθον

ξενῶσθον

복수 ξενώμεθα

ξενῶσθε

ξενῶνται

기원법단수 ξενοίμην

ξενοῖο

ξενοῖτο

쌍수 ξενοῖσθον

ξενοίσθην

복수 ξενοίμεθα

ξενοῖσθε

ξενοῖντο

명령법단수 ξενοῦ

ξενούσθω

쌍수 ξενοῦσθον

ξενούσθων

복수 ξενοῦσθε

ξενούσθων, ξενούσθωσαν

부정사 ξενοῦσθαι

분사 남성여성중성
ξενουμενος

ξενουμενου

ξενουμενη

ξενουμενης

ξενουμενον

ξενουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ εἶδε Δημήτριοσ ὁ βασιλεὺσ ὅτι ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀνθειστήκει, καὶ ἀπέλυσε πάσασ τὰσ δυνάμεισ αὐτοῦ ἕκαστον εἰσ τὸν ἴδιον τόπον, πλὴν τῶν ξένων δυνάμεων, ὧν ἐξενολόγησεν ἀπὸ τῶν νήσων τῶν ἐθνῶν. καὶ ἤχθραναν αὐτῷ πᾶσαι αἱ δυνάμεισ τῶν πατέρων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Maccabees I 11:38)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 11:38)

  • οἱ Ἰνδοὶ δὲ καὶ οἱ ἐλέφαντεσ αὐτῶν αὐτίκα ἐγκλίναντεσ σὺν οὐδενὶ κόσμῳ ἔφευγον οὐδ’ ἐντὸσ βέλουσ γενέσθαι ὑπομείναντεσ, καὶ τέλοσ κατὰ κράτοσ ἑαλώκεσαν καὶ αἰχμάλωτοι ἀπήγοντο ὑπὸ τῶν τέωσ καταγελωμένων, ἔργῳ μαθόντεσ ὡσ οὐκ ἐχρῆν ἀπὸ τῆσ πρώτησ ἀκοῆσ καταφρονεῖν ξένων στρατοπέδων, ἀλλά τί πρὸσ τὸν Διόνυσον ὁ Διόνυσοσ οὗτοσ; (Lucian, (no name) 4:4)

    (루키아노스, (no name) 4:4)

  • ἡ δὲ σκέψισ περὶ τῶν μετοίκων καὶ ξένων. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 1:4)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 1:4)

  • Ἐπειδὴ πολλοὶ τῶν ξένων, οὐ μόνον Ἕλληνεσ ἀλλὰ καὶ βάρβαροι, οὐδαμῶσ ἄξιοι ὄντεσ κοινωνεῖν ἡμῖν τῆσ πολιτείασ, παρεγγραφέντεσ οὐκ οἶδα ὅπωσ καὶ θεοὶ δόξαντεσ ἐμπεπλήκασι μὲν τὸν οὐρανὸν ὡσ μεστὸν εἶναι τὸ συμπόσιον ὄχλου ταραχώδουσ πολυγλώσσων τινῶν καὶ ξυγκλύδων ἀνθρώπων, ἐπιλέλοιπε δὲ ἡ ἀμβροσία καὶ τὸ νέκταρ, ὥστε μνᾶσ ἤδη τὴν κοτύλην εἶναι διὰ τὸ πλῆθοσ τῶν πινόντων οἱ δὲ ὑπὸ αὐθαδείασ παρωσάμενοι τοὺσ παλαιούσ τε καὶ ἀληθεῖσ θεοὺσ προεδρίασ ἠξιώκασιν αὑτοὺσ παρὰ πάντα τὰ πάτρια καὶ ἐν τῇ γῇ προτιμᾶσθαι θέλουσι· (Lucian, Deorum concilium, (no name) 14:7)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 14:7)

  • πολλῶν μετ’ ἄλλων ξένων τε καὶ παραδόξων ἀκουσμάτων, ὦν ἐνήνοχεν ὁ καθ’ ἡμᾶσ χρόνοσ, ἕν τι καὶ τοῦτο ἐφάνη μοι πρώτωσ ἀκούσαντι παρὰ σοῦ, ὅτι τῶν φιλοσόφων τισ τῶν ἐκ τοῦ περιπάτου πάντα χαρίζεσθαι βουλόμενοσ Ἀριστοτέλει τῷ κτίσαντι ταύτην τὴν φιλοσοφίαν καὶ τοῦτο ὑπέσχετο ποιήσειν φανερόν, ὅτι Δημοσθένησ τὰσ ῥητορικὰσ τέχνασ παρ’ ἐκείνου μαθὼν εἰσ τοὺσ ἰδίουσ μετήνεγκε λόγουσ καὶ κατ’ ἐκεῖνα κοσμούμενοσ τὰ παραγγέλματα πάντων ἐγένετο τῶν ῥητόρων κράτιστοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 1 1:1)

유의어

  1. to make one's friend and guest

  2. to enter into a treaty of hospitality with

  3. 취하다

  4. to be in foreign parts

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION