Ancient Greek-English Dictionary Language

βρύλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: βρύλλω

Structure: βρύλλ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from bru=n

Sense

  1. to cry for drink

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρύλλω βρύλλεις βρύλλει
Dual βρύλλετον βρύλλετον
Plural βρύλλομεν βρύλλετε βρύλλουσιν*
SubjunctiveSingular βρύλλω βρύλλῃς βρύλλῃ
Dual βρύλλητον βρύλλητον
Plural βρύλλωμεν βρύλλητε βρύλλωσιν*
OptativeSingular βρύλλοιμι βρύλλοις βρύλλοι
Dual βρύλλοιτον βρυλλοίτην
Plural βρύλλοιμεν βρύλλοιτε βρύλλοιεν
ImperativeSingular βρύλλε βρυλλέτω
Dual βρύλλετον βρυλλέτων
Plural βρύλλετε βρυλλόντων, βρυλλέτωσαν
Infinitive βρύλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βρυλλων βρυλλοντος βρυλλουσα βρυλλουσης βρυλλον βρυλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρύλλομαι βρύλλει, βρύλλῃ βρύλλεται
Dual βρύλλεσθον βρύλλεσθον
Plural βρυλλόμεθα βρύλλεσθε βρύλλονται
SubjunctiveSingular βρύλλωμαι βρύλλῃ βρύλληται
Dual βρύλλησθον βρύλλησθον
Plural βρυλλώμεθα βρύλλησθε βρύλλωνται
OptativeSingular βρυλλοίμην βρύλλοιο βρύλλοιτο
Dual βρύλλοισθον βρυλλοίσθην
Plural βρυλλοίμεθα βρύλλοισθε βρύλλοιντο
ImperativeSingular βρύλλου βρυλλέσθω
Dual βρύλλεσθον βρυλλέσθων
Plural βρύλλεσθε βρυλλέσθων, βρυλλέσθωσαν
Infinitive βρύλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βρυλλομενος βρυλλομενου βρυλλομενη βρυλλομενης βρυλλομενον βρυλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to cry for drink

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION