Ancient Greek-English Dictionary Language

βδύλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βδύλλω

Structure: βδύλλ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from bde/w

Sense

  1. to be afraid of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βδύλλω βδύλλεις βδύλλει
Dual βδύλλετον βδύλλετον
Plural βδύλλομεν βδύλλετε βδύλλουσιν*
SubjunctiveSingular βδύλλω βδύλλῃς βδύλλῃ
Dual βδύλλητον βδύλλητον
Plural βδύλλωμεν βδύλλητε βδύλλωσιν*
OptativeSingular βδύλλοιμι βδύλλοις βδύλλοι
Dual βδύλλοιτον βδυλλοίτην
Plural βδύλλοιμεν βδύλλοιτε βδύλλοιεν
ImperativeSingular βδύλλε βδυλλέτω
Dual βδύλλετον βδυλλέτων
Plural βδύλλετε βδυλλόντων, βδυλλέτωσαν
Infinitive βδύλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βδυλλων βδυλλοντος βδυλλουσα βδυλλουσης βδυλλον βδυλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βδύλλομαι βδύλλει, βδύλλῃ βδύλλεται
Dual βδύλλεσθον βδύλλεσθον
Plural βδυλλόμεθα βδύλλεσθε βδύλλονται
SubjunctiveSingular βδύλλωμαι βδύλλῃ βδύλληται
Dual βδύλλησθον βδύλλησθον
Plural βδυλλώμεθα βδύλλησθε βδύλλωνται
OptativeSingular βδυλλοίμην βδύλλοιο βδύλλοιτο
Dual βδύλλοισθον βδυλλοίσθην
Plural βδυλλοίμεθα βδύλλοισθε βδύλλοιντο
ImperativeSingular βδύλλου βδυλλέσθω
Dual βδύλλεσθον βδυλλέσθων
Plural βδύλλεσθε βδυλλέσθων, βδυλλέσθωσαν
Infinitive βδύλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βδυλλομενος βδυλλομενου βδυλλομενη βδυλλομενης βδυλλομενον βδυλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be afraid of

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION