- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτοφυής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: autophyēs 고전 발음: [또퓌에:] 신약 발음: [또퓌에]

기본형: αὐτοφυής αὐτοφυές

형태분석: αὐτοφυη (어간) + ς (어미)

어원: φύομαι

  1. 당연한, 자연스러운, 인공의, 모조의
  1. self-grown, of home growth
  2. natural, artificial, rough as it came from the tree
  3. one's own nature

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 αὐτοφυής

(이)가

αὐτόφυες

(것)가

속격 αὐτοφυούς

(이)의

αὐτοφύους

(것)의

여격 αὐτοφυεί

(이)에게

αὐτοφύει

(것)에게

대격 αὐτοφυή

(이)를

αὐτόφυες

(것)를

호격 αὐτοφυές

(이)야

αὐτόφυες

(것)야

쌍수주/대/호 αὐτοφυεί

(이)들이

αὐτοφύει

(것)들이

속/여 αὐτοφυοίν

(이)들의

αὐτοφύοιν

(것)들의

복수주격 αὐτοφυείς

(이)들이

αὐτοφύη

(것)들이

속격 αὐτοφυών

(이)들의

αὐτοφύων

(것)들의

여격 αὐτοφυέσι(ν)

(이)들에게

αὐτοφύεσι(ν)

(것)들에게

대격 αὐτοφυείς

(이)들을

αὐτοφύη

(것)들을

호격 αὐτοφυείς

(이)들아

αὐτοφύη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ αἱ λέξεις καὶ τὰ νοήματα παρ ἐκείνῳ μὲν τὸ αὐτοφυές, παρὰ δὲ τούτῳ τὸ κατασκευαστὸν ἀποφαίνουσιν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 112)

    (디오니시오스, chapter 112)

  • παυσάμενοι δὲ βοῆς νέκταρ ἀμέλγονται, μόνον ὄλβιον ἀνθρώποισι ξυνόν, τοῦ χαίρειν φάρμακον αὐτοφυές, τοῦ θαλίαι φίλα τέκνα φιλοφροσύναι τε χοροί τε: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 68 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 68 1:2)

  • Σωκράτης καὶ Πλάτων τὸ ἕν, τὸ μονοφυὲς καὶ αὐτοφυὲς τὸ μοναδικόν, τὸ ὄντως ἀγαθὸν πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων εἰς τὸν νοῦν σπεύδει νοῦς οὖν ὁ θεός, χωριστὸν εἶδος, τουτέστι τὸ ἀμιγὲς πάσης ὕλης καὶ μηδενὶ παθητῷ συμπεπλεγμένον. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 22:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 1, 22:1)

  • καὶ τὸ αὐτοφυὲς τοῦ ἐπικτήτου: (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 7 33:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 7 33:1)

  • αὕτη γὰρ πρόφασις παντοδαπῶν λογίων, ᾗ τε Πανελλήνων ἀγοραὶ θαλίαι τε ἀνάκτων, ἐξ οὗ βοτρυόεσς οἰνὰς ὑποχθόνιον πτόρθον ἀνασχομένη θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος, ὀφθαλμῶν δ ἐξέθορον πυκινοὶ παῖδες φωνήεντες, ὅταν πέσῃ ἄλλος ἐ ἄλλῳ, πρὶν δὲ σιωπῶσιν, παυσάμενοι δὲ βοῆς νέκταρ ἀμέλγονται ποτὸν ὄλβιον ἀνθρώποισιν ξυνόν, τοῦ χαίρειν φάρμακον αὐτοφυές: (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 8)

    (작자 미상, 비가, , 8)

유의어

  1. one's own nature

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION