Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁρμολογέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἁρμολογέω

Structure: ἁρμολογέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: le/gw

Sense

  1. to join, pile together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἁρμολόγω ἁρμολόγεις ἁρμολόγει
Dual ἁρμολόγειτον ἁρμολόγειτον
Plural ἁρμολόγουμεν ἁρμολόγειτε ἁρμολόγουσιν*
SubjunctiveSingular ἁρμολόγω ἁρμολόγῃς ἁρμολόγῃ
Dual ἁρμολόγητον ἁρμολόγητον
Plural ἁρμολόγωμεν ἁρμολόγητε ἁρμολόγωσιν*
OptativeSingular ἁρμολόγοιμι ἁρμολόγοις ἁρμολόγοι
Dual ἁρμολόγοιτον ἁρμολογοίτην
Plural ἁρμολόγοιμεν ἁρμολόγοιτε ἁρμολόγοιεν
ImperativeSingular ἁρμολο͂γει ἁρμολογεῖτω
Dual ἁρμολόγειτον ἁρμολογεῖτων
Plural ἁρμολόγειτε ἁρμολογοῦντων, ἁρμολογεῖτωσαν
Infinitive ἁρμολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁρμολογων ἁρμολογουντος ἁρμολογουσα ἁρμολογουσης ἁρμολογουν ἁρμολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἁρμολόγουμαι ἁρμολόγει, ἁρμολόγῃ ἁρμολόγειται
Dual ἁρμολόγεισθον ἁρμολόγεισθον
Plural ἁρμολογοῦμεθα ἁρμολόγεισθε ἁρμολόγουνται
SubjunctiveSingular ἁρμολόγωμαι ἁρμολόγῃ ἁρμολόγηται
Dual ἁρμολόγησθον ἁρμολόγησθον
Plural ἁρμολογώμεθα ἁρμολόγησθε ἁρμολόγωνται
OptativeSingular ἁρμολογοίμην ἁρμολόγοιο ἁρμολόγοιτο
Dual ἁρμολόγοισθον ἁρμολογοίσθην
Plural ἁρμολογοίμεθα ἁρμολόγοισθε ἁρμολόγοιντο
ImperativeSingular ἁρμολόγου ἁρμολογεῖσθω
Dual ἁρμολόγεισθον ἁρμολογεῖσθων
Plural ἁρμολόγεισθε ἁρμολογεῖσθων, ἁρμολογεῖσθωσαν
Infinitive ἁρμολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁρμολογουμενος ἁρμολογουμενου ἁρμολογουμενη ἁρμολογουμενης ἁρμολογουμενον ἁρμολογουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION