헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποτρώγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποτρώγω

형태분석: ἀπο (접두사) + τρώγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끈으로 싸다, 휘감다, 밀봉하다
  1. to bite or nibble off
  2. to nibble at, swathe

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποτρώγω

ἀποτρώγεις

ἀποτρώγει

쌍수 ἀποτρώγετον

ἀποτρώγετον

복수 ἀποτρώγομεν

ἀποτρώγετε

ἀποτρώγουσιν*

접속법단수 ἀποτρώγω

ἀποτρώγῃς

ἀποτρώγῃ

쌍수 ἀποτρώγητον

ἀποτρώγητον

복수 ἀποτρώγωμεν

ἀποτρώγητε

ἀποτρώγωσιν*

기원법단수 ἀποτρώγοιμι

ἀποτρώγοις

ἀποτρώγοι

쌍수 ἀποτρώγοιτον

ἀποτρωγοίτην

복수 ἀποτρώγοιμεν

ἀποτρώγοιτε

ἀποτρώγοιεν

명령법단수 ἀποτρώγε

ἀποτρωγέτω

쌍수 ἀποτρώγετον

ἀποτρωγέτων

복수 ἀποτρώγετε

ἀποτρωγόντων, ἀποτρωγέτωσαν

부정사 ἀποτρώγειν

분사 남성여성중성
ἀποτρωγων

ἀποτρωγοντος

ἀποτρωγουσα

ἀποτρωγουσης

ἀποτρωγον

ἀποτρωγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποτρώγομαι

ἀποτρώγει, ἀποτρώγῃ

ἀποτρώγεται

쌍수 ἀποτρώγεσθον

ἀποτρώγεσθον

복수 ἀποτρωγόμεθα

ἀποτρώγεσθε

ἀποτρώγονται

접속법단수 ἀποτρώγωμαι

ἀποτρώγῃ

ἀποτρώγηται

쌍수 ἀποτρώγησθον

ἀποτρώγησθον

복수 ἀποτρωγώμεθα

ἀποτρώγησθε

ἀποτρώγωνται

기원법단수 ἀποτρωγοίμην

ἀποτρώγοιο

ἀποτρώγοιτο

쌍수 ἀποτρώγοισθον

ἀποτρωγοίσθην

복수 ἀποτρωγοίμεθα

ἀποτρώγοισθε

ἀποτρώγοιντο

명령법단수 ἀποτρώγου

ἀποτρωγέσθω

쌍수 ἀποτρώγεσθον

ἀποτρωγέσθων

복수 ἀποτρώγεσθε

ἀποτρωγέσθων, ἀποτρωγέσθωσαν

부정사 ἀποτρώγεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποτρωγομενος

ἀποτρωγομενου

ἀποτρωγομενη

ἀποτρωγομενης

ἀποτρωγομενον

ἀποτρωγομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bite or nibble off

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION