Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπομαραίνομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπομαραίνομαι

Structure: ἀπο (Prefix) + μαραίν (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to waste or wither away, die away

Conjugation

Present tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸ δ’ ἐναντίον πονηρόν, αἱ μετ’ οὐ πολὺν χρόνον πολλαὶ καὶ συνεχεῖσ ἀνακοπαί, τῆσ προθυμίασ οἱο͂ν ἀπομαραινομένησ. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 4 1:1)
  • οὕτωσ αἱ κρίσεισ, ἂν μὴ βεβαιότητα καὶ ῥώμην ἐκ λόγου καὶ φιλοσοφίασ προσλάβωσιν ἐπὶ τὰσ πράξεισ, σείονται καὶ παραφέρονται ῥᾳδίωσ ὑπὸ τῶν τυχόντων ἐπαίνων καὶ ψόγων, ἐκκρουόμεναι τῶν οἰκείων λογισμῶν, δεῖ γὰρ οὐ μόνον, ὡσ ἐοίκε, τὴν πρᾶξιν καλὴν εἶναι καὶ δικαίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξαν, ἀφ’ ἧσ πράττεται, μόνιμον καὶ ἀμετάπτωτον, ἵνα πράττωμεν δοκιμάσαντεσ, μηδ’ ὥσπερ οἱ λίχνοι τὰ πλήσμια τῶν ἐδεσμάτων ὀξυτάτῃ διώκοντεσ ἐπιθυμίᾳ τάχιστα δυσχεραίνουσιν ἐμπλησθέντεσ, οὕτωσ ἡμεῖσ ἐπὶ ταῖσ πράξεσι συντελεσθείσαισ ἀθυμῶμεν δι’ ἀσθένειαν ἀπομαραινομένησ τῆσ τοῦ καλοῦ φαντασίασ. (Plutarch, Timoleon, chapter 6 1:1)

Synonyms

  1. to waste or wither away

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION