헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκαλύπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκαλύπτω ἀποκαλύψω ἀπεκάλυφα ἀποκεκάλυφα ἀποκεκάλυμμαι ἀπεκαλύφθην

형태분석: ἀπο (접두사) + καλύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 밝히다, 드러내다
  1. I reveal

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκαλύπτω

(나는) 밝힌다

ἀποκαλύπτεις

(너는) 밝힌다

ἀποκαλύπτει

(그는) 밝힌다

쌍수 ἀποκαλύπτετον

(너희 둘은) 밝힌다

ἀποκαλύπτετον

(그 둘은) 밝힌다

복수 ἀποκαλύπτομεν

(우리는) 밝힌다

ἀποκαλύπτετε

(너희는) 밝힌다

ἀποκαλύπτουσιν*

(그들은) 밝힌다

접속법단수 ἀποκαλύπτω

(나는) 밝히자

ἀποκαλύπτῃς

(너는) 밝히자

ἀποκαλύπτῃ

(그는) 밝히자

쌍수 ἀποκαλύπτητον

(너희 둘은) 밝히자

ἀποκαλύπτητον

(그 둘은) 밝히자

복수 ἀποκαλύπτωμεν

(우리는) 밝히자

ἀποκαλύπτητε

(너희는) 밝히자

ἀποκαλύπτωσιν*

(그들은) 밝히자

기원법단수 ἀποκαλύπτοιμι

(나는) 밝히기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοις

(너는) 밝히기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοι

(그는) 밝히기를 (바라다)

쌍수 ἀποκαλύπτοιτον

(너희 둘은) 밝히기를 (바라다)

ἀποκαλυπτοίτην

(그 둘은) 밝히기를 (바라다)

복수 ἀποκαλύπτοιμεν

(우리는) 밝히기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοιτε

(너희는) 밝히기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοιεν

(그들은) 밝히기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκάλυπτε

(너는) 밝혀라

ἀποκαλυπτέτω

(그는) 밝혀라

쌍수 ἀποκαλύπτετον

(너희 둘은) 밝혀라

ἀποκαλυπτέτων

(그 둘은) 밝혀라

복수 ἀποκαλύπτετε

(너희는) 밝혀라

ἀποκαλυπτόντων, ἀποκαλυπτέτωσαν

(그들은) 밝혀라

부정사 ἀποκαλύπτειν

밝히는 것

분사 남성여성중성
ἀποκαλυπτων

ἀποκαλυπτοντος

ἀποκαλυπτουσα

ἀποκαλυπτουσης

ἀποκαλυπτον

ἀποκαλυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκαλύπτομαι

(나는) 밝는다

ἀποκαλύπτει, ἀποκαλύπτῃ

(너는) 밝는다

ἀποκαλύπτεται

(그는) 밝는다

쌍수 ἀποκαλύπτεσθον

(너희 둘은) 밝는다

ἀποκαλύπτεσθον

(그 둘은) 밝는다

복수 ἀποκαλυπτόμεθα

(우리는) 밝는다

ἀποκαλύπτεσθε

(너희는) 밝는다

ἀποκαλύπτονται

(그들은) 밝는다

접속법단수 ἀποκαλύπτωμαι

(나는) 밝자

ἀποκαλύπτῃ

(너는) 밝자

ἀποκαλύπτηται

(그는) 밝자

쌍수 ἀποκαλύπτησθον

(너희 둘은) 밝자

ἀποκαλύπτησθον

(그 둘은) 밝자

복수 ἀποκαλυπτώμεθα

(우리는) 밝자

ἀποκαλύπτησθε

(너희는) 밝자

ἀποκαλύπτωνται

(그들은) 밝자

기원법단수 ἀποκαλυπτοίμην

(나는) 밝기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοιο

(너는) 밝기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοιτο

(그는) 밝기를 (바라다)

쌍수 ἀποκαλύπτοισθον

(너희 둘은) 밝기를 (바라다)

ἀποκαλυπτοίσθην

(그 둘은) 밝기를 (바라다)

복수 ἀποκαλυπτοίμεθα

(우리는) 밝기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοισθε

(너희는) 밝기를 (바라다)

ἀποκαλύπτοιντο

(그들은) 밝기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκαλύπτου

(너는) 밝아라

ἀποκαλυπτέσθω

(그는) 밝아라

쌍수 ἀποκαλύπτεσθον

(너희 둘은) 밝아라

ἀποκαλυπτέσθων

(그 둘은) 밝아라

복수 ἀποκαλύπτεσθε

(너희는) 밝아라

ἀποκαλυπτέσθων, ἀποκαλυπτέσθωσαν

(그들은) 밝아라

부정사 ἀποκαλύπτεσθαι

밝는 것

분사 남성여성중성
ἀποκαλυπτομενος

ἀποκαλυπτομενου

ἀποκαλυπτομενη

ἀποκαλυπτομενης

ἀποκαλυπτομενον

ἀποκαλυπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκάλυπτον

(나는) 밝히고 있었다

ἀπεκάλυπτες

(너는) 밝히고 있었다

ἀπεκάλυπτεν*

(그는) 밝히고 있었다

쌍수 ἀπεκαλύπτετον

(너희 둘은) 밝히고 있었다

ἀπεκαλυπτέτην

(그 둘은) 밝히고 있었다

복수 ἀπεκαλύπτομεν

(우리는) 밝히고 있었다

ἀπεκαλύπτετε

(너희는) 밝히고 있었다

ἀπεκάλυπτον

(그들은) 밝히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκαλυπτόμην

(나는) 밝고 있었다

ἀπεκαλύπτου

(너는) 밝고 있었다

ἀπεκαλύπτετο

(그는) 밝고 있었다

쌍수 ἀπεκαλύπτεσθον

(너희 둘은) 밝고 있었다

ἀπεκαλυπτέσθην

(그 둘은) 밝고 있었다

복수 ἀπεκαλυπτόμεθα

(우리는) 밝고 있었다

ἀπεκαλύπτεσθε

(너희는) 밝고 있었다

ἀπεκαλύπτοντο

(그들은) 밝고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκάλυφα

(나는) 밝혔다

ἀπεκάλυφας

(너는) 밝혔다

ἀπεκάλυφεν*

(그는) 밝혔다

쌍수 ἀπεκαλύφατον

(너희 둘은) 밝혔다

ἀπεκαλυφάτην

(그 둘은) 밝혔다

복수 ἀπεκαλύφαμεν

(우리는) 밝혔다

ἀπεκαλύφατε

(너희는) 밝혔다

ἀπεκάλυφαν

(그들은) 밝혔다

접속법단수 ἀποκαλύφω

(나는) 밝혔자

ἀποκαλύφῃς

(너는) 밝혔자

ἀποκαλύφῃ

(그는) 밝혔자

쌍수 ἀποκαλύφητον

(너희 둘은) 밝혔자

ἀποκαλύφητον

(그 둘은) 밝혔자

복수 ἀποκαλύφωμεν

(우리는) 밝혔자

ἀποκαλύφητε

(너희는) 밝혔자

ἀποκαλύφωσιν*

(그들은) 밝혔자

기원법단수 ἀποκαλύφαιμι

(나는) 밝혔기를 (바라다)

ἀποκαλύφαις

(너는) 밝혔기를 (바라다)

ἀποκαλύφαι

(그는) 밝혔기를 (바라다)

쌍수 ἀποκαλύφαιτον

(너희 둘은) 밝혔기를 (바라다)

ἀποκαλυφαίτην

(그 둘은) 밝혔기를 (바라다)

복수 ἀποκαλύφαιμεν

(우리는) 밝혔기를 (바라다)

ἀποκαλύφαιτε

(너희는) 밝혔기를 (바라다)

ἀποκαλύφαιεν

(그들은) 밝혔기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκάλυφον

(너는) 밝혔어라

ἀποκαλυφάτω

(그는) 밝혔어라

쌍수 ἀποκαλύφατον

(너희 둘은) 밝혔어라

ἀποκαλυφάτων

(그 둘은) 밝혔어라

복수 ἀποκαλύφατε

(너희는) 밝혔어라

ἀποκαλυφάντων

(그들은) 밝혔어라

부정사 ἀποκαλύφαι

밝혔는 것

분사 남성여성중성
ἀποκαλυφᾱς

ἀποκαλυφαντος

ἀποκαλυφᾱσα

ἀποκαλυφᾱσης

ἀποκαλυφαν

ἀποκαλυφαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκαλυφάμην

(나는) 밝았다

ἀπεκαλύφω

(너는) 밝았다

ἀπεκαλύφατο

(그는) 밝았다

쌍수 ἀπεκαλύφασθον

(너희 둘은) 밝았다

ἀπεκαλυφάσθην

(그 둘은) 밝았다

복수 ἀπεκαλυφάμεθα

(우리는) 밝았다

ἀπεκαλύφασθε

(너희는) 밝았다

ἀπεκαλύφαντο

(그들은) 밝았다

접속법단수 ἀποκαλύφωμαι

(나는) 밝았자

ἀποκαλύφῃ

(너는) 밝았자

ἀποκαλύφηται

(그는) 밝았자

쌍수 ἀποκαλύφησθον

(너희 둘은) 밝았자

ἀποκαλύφησθον

(그 둘은) 밝았자

복수 ἀποκαλυφώμεθα

(우리는) 밝았자

ἀποκαλύφησθε

(너희는) 밝았자

ἀποκαλύφωνται

(그들은) 밝았자

기원법단수 ἀποκαλυφαίμην

(나는) 밝았기를 (바라다)

ἀποκαλύφαιο

(너는) 밝았기를 (바라다)

ἀποκαλύφαιτο

(그는) 밝았기를 (바라다)

쌍수 ἀποκαλύφαισθον

(너희 둘은) 밝았기를 (바라다)

ἀποκαλυφαίσθην

(그 둘은) 밝았기를 (바라다)

복수 ἀποκαλυφαίμεθα

(우리는) 밝았기를 (바라다)

ἀποκαλύφαισθε

(너희는) 밝았기를 (바라다)

ἀποκαλύφαιντο

(그들은) 밝았기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκάλυφαι

(너는) 밝았어라

ἀποκαλυφάσθω

(그는) 밝았어라

쌍수 ἀποκαλύφασθον

(너희 둘은) 밝았어라

ἀποκαλυφάσθων

(그 둘은) 밝았어라

복수 ἀποκαλύφασθε

(너희는) 밝았어라

ἀποκαλυφάσθων

(그들은) 밝았어라

부정사 ἀποκαλύφεσθαι

밝았는 것

분사 남성여성중성
ἀποκαλυφαμενος

ἀποκαλυφαμενου

ἀποκαλυφαμενη

ἀποκαλυφαμενης

ἀποκαλυφαμενον

ἀποκαλυφαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ γὰρ Πομπήιοσ ἡλικίᾳ τε λειπόμενοσ αὐτοῦ καὶ πατρὸσ γεγονὼσ ἀδοξήσαντοσ ἐν Ῥώμῃ καὶ μισηθέντοσ ἔσχατον μῖσοσ ὑπὸ τῶν πολιτῶν, ἐν ἐκείνοισ τοῖσ πράγμασιν ἐξέλαμψε καὶ διεφάνη μέγασ, ὥστε Σύλλαν, ἃ πρεσβυτέροισ καὶ ἰσοτίμοισ οὐ πάνυ πολλάκισ παρεῖχεν, ὑπεξανίστασθαι προσιόντοσ αὐτοῦ καὶ κεφαλὴν ἀποκαλύπτεσθαι καὶ προσειπεῖν αὐτοκράτορα. (Plutarch, chapter 6 4:2)

    (플루타르코스, chapter 6 4:2)

  • εἰ μὲν οὖν ὁ περὶ Αἰνείου λεγόμενοσ λόγοσ ἀληθήσ ἐστιν, ὅτι τοῦ Διομήδουσ παρεξιόντοσ ἐπικαλυψάμενοσ τὴν θυσίαν ἐπετέλεσε, λόγον ἔχει καὶ ἀκολουθεῖ τῷ συγκαλύπτεσθαι πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ τὸ τοῖσ φίλοισ καὶ ἀγαθοῖσ ἐντυγχάνοντασ ἀποκαλύπτεσθαι· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 10 1:3)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 10 1:3)

  • πολεμίουσ τὸ τοῖσ φίλοισ καὶ ἀγαθοῖσ ἐντυγχάνοντασ ἀποκαλύπτεσθαι· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 10 1:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 10 1:2)

  • πολὺ δὴ κρεῖττον τοῖσ οὐ δεομένοισ δόξησ ἀποκαλύπτεσθαι πρὸσ τοὺσ πολλοὺσ καὶ φανερὸν τῷ λόγῳ ποιεῖναὑτὸν τοῖσ δυναμένοισ ξυνεῖναι ἄνθρωπον ὁποῖόσ ἐστιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 6:5)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 6:5)

유의어

  1. 밝히다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION