- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπόξυρος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: apoxyros 고전 발음: [아뽁쉬로] 신약 발음: [아뽁쉬로]

기본형: ἀπόξυρος ἀπόξυρα ἀπόξυρον

형태분석: ἀποξυρ (어간) + ος (어미)

어원: ξυρόν

  1. 갑작스러운, 가파른, 뾰족한
  1. cut sharp off, abrupt

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀπόξυρος

갑작스러운 (이)가

ἀπόξύρα

갑작스러운 (이)가

ἀπόξυρον

갑작스러운 (것)가

속격 ἀποξύρου

갑작스러운 (이)의

ἀπόξύρας

갑작스러운 (이)의

ἀποξύρου

갑작스러운 (것)의

여격 ἀποξύρῳ

갑작스러운 (이)에게

ἀπόξύρᾳ

갑작스러운 (이)에게

ἀποξύρῳ

갑작스러운 (것)에게

대격 ἀπόξυρον

갑작스러운 (이)를

ἀπόξύραν

갑작스러운 (이)를

ἀπόξυρον

갑작스러운 (것)를

호격 ἀπόξυρε

갑작스러운 (이)야

ἀπόξύρα

갑작스러운 (이)야

ἀπόξυρον

갑작스러운 (것)야

쌍수주/대/호 ἀποξύρω

갑작스러운 (이)들이

ἀπόξύρα

갑작스러운 (이)들이

ἀποξύρω

갑작스러운 (것)들이

속/여 ἀποξύροιν

갑작스러운 (이)들의

ἀπόξύραιν

갑작스러운 (이)들의

ἀποξύροιν

갑작스러운 (것)들의

복수주격 ἀπόξυροι

갑작스러운 (이)들이

ἀπόξυραι

갑작스러운 (이)들이

ἀπόξυρα

갑작스러운 (것)들이

속격 ἀποξύρων

갑작스러운 (이)들의

ἀπόξυρῶν

갑작스러운 (이)들의

ἀποξύρων

갑작스러운 (것)들의

여격 ἀποξύροις

갑작스러운 (이)들에게

ἀπόξύραις

갑작스러운 (이)들에게

ἀποξύροις

갑작스러운 (것)들에게

대격 ἀποξύρους

갑작스러운 (이)들을

ἀπόξύρας

갑작스러운 (이)들을

ἀπόξυρα

갑작스러운 (것)들을

호격 ἀπόξυροι

갑작스러운 (이)들아

ἀπόξυραι

갑작스러운 (이)들아

ἀπόξυρα

갑작스러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτ ἐπειδὰν πλησιάσῃς τῷ ὄρει, τὸ μὲν πρῶτον ἀπογιγνώσκεις τὴν ἄνοδον, καὶ τὸ πράημα ὅμοιον εἶναί σοι δοκεῖ οἱά ἡ Αὄρνος ἐφάνη τοῖς Μακεδόσιν ἀπόξυρον αὐτὴν ἁπανταχόθεν ἰδοῦσιν, ἀτεχνῶς οὐδὲ ὀρνβοις ὑπερπτῆναι ῥᾳδίαν, Διονύσου τινὸς ἢ Ἡρακλέους, εἰ μέλλοι καθαιρεθήσεσθαι, δεομένην. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 7:2)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 7:2)

  • γὰρ δὴ συμβαίνει μερίζεσθαι τὸ Παμφύλιον ἀπὸ τῆς Λυκιακῆς θαλάττης, καὶ ὁ κλύδων ἅτε ἀπὸ πολλῶν ῥευμάτων περὶ τῷ ἀκρωτηρίῳ σχιζόμενος - ἀπόξυροι δέ εἰσι πέτραι καὶ ὀξεῖαι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι - καὶ φοβερωτάτην ποιεῖ τὴν κυματωγὴν καὶ τὸν ἦχον μέγαν, καὶ τὸ κῦμα πολλάκις αὐτῷ ἰσομέγεθες τῷ σκοπέλῳ. (Lucian, 16:1)

    (루키아노스, 16:1)

  • ταῖς μὲν οὖν ἄλλαις οὐ προσέσχομεν, ἧς δὲ ἐπέβημεν, τοιάδε ἦν κύκλῳ μὲν πᾶσα κρημνώδης καὶ ἀπόξυρος, πέτραις καὶ τράχωσι κατεσκληκυῖα, δένδρον δ οὐδὲν οὐδὲ ὕδωρ ἐνῆν ἀνερπύσαντες δὲ ὅμως κατὰ τοὺς κρημνοὺς προῇμεν διά τινος ἀκανθώδους καὶ σκολόπων μεστῆς ἀτραποῦ, πολλὴν ἀμορφίαν τῆς χώρας ἐχούσης. (Lucian, Verae Historiae, book 2 30:1)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 30:1)

유의어

  1. 갑작스러운

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION