- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπερίοπτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: aperioptos 고전 발음: [아뻬리옵또] 신약 발음: [아빼리오]

기본형: ἀπερίοπτος ἀπερίοπτη ἀπερίοπτον

형태분석: (접두사) + περιοπτ (어간) + ος (어미)

어원: περιόψομαι, fut. of περιοράω

  1. 맹목적, 무분별한, 무모한
  1. unregarding, reckless of

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀπερίοπτος

맹목적 (이)가

ἀπερίόπτη

맹목적 (이)가

ἀπερίοπτον

맹목적 (것)가

속격 ἀπεριόπτου

맹목적 (이)의

ἀπερίόπτης

맹목적 (이)의

ἀπεριόπτου

맹목적 (것)의

여격 ἀπεριόπτῳ

맹목적 (이)에게

ἀπερίόπτῃ

맹목적 (이)에게

ἀπεριόπτῳ

맹목적 (것)에게

대격 ἀπερίοπτον

맹목적 (이)를

ἀπερίόπτην

맹목적 (이)를

ἀπερίοπτον

맹목적 (것)를

호격 ἀπερίοπτε

맹목적 (이)야

ἀπερίόπτη

맹목적 (이)야

ἀπερίοπτον

맹목적 (것)야

쌍수주/대/호 ἀπεριόπτω

맹목적 (이)들이

ἀπερίόπτα

맹목적 (이)들이

ἀπεριόπτω

맹목적 (것)들이

속/여 ἀπεριόπτοιν

맹목적 (이)들의

ἀπερίόπταιν

맹목적 (이)들의

ἀπεριόπτοιν

맹목적 (것)들의

복수주격 ἀπερίοπτοι

맹목적 (이)들이

ἀπερίοπται

맹목적 (이)들이

ἀπερίοπτα

맹목적 (것)들이

속격 ἀπεριόπτων

맹목적 (이)들의

ἀπερίοπτῶν

맹목적 (이)들의

ἀπεριόπτων

맹목적 (것)들의

여격 ἀπεριόπτοις

맹목적 (이)들에게

ἀπερίόπταις

맹목적 (이)들에게

ἀπεριόπτοις

맹목적 (것)들에게

대격 ἀπεριόπτους

맹목적 (이)들을

ἀπερίόπτας

맹목적 (이)들을

ἀπερίοπτα

맹목적 (것)들을

호격 ἀπερίοπτοι

맹목적 (이)들아

ἀπερίοπται

맹목적 (이)들아

ἀπερίοπτα

맹목적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅθεν καὶ δεσμωτῶν ἀκροάσεως ἀπερίοπτος ἦν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 207:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 207:2)

  • καὶ ταῦτ ἐπράσσετο ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα, καὶ τοῦ γεωργεῖν ἀπερίοπτοι τὸ λοιπὸν ἦσαν καὶ ταῦτα τῆς ὡρ´ας οὔσης πρὸς σπόρῳ, πολλή τε ἦν προαίρεσις αὐτοῖς καὶ τοῦ θνήσκειν ἐπιθυμίας πρόθεσις, ἢ τὴν ἀνάθεσιν θεάσασθαι τοῦ ἀνδριάντος. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 322:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 322:1)

  • πάντων γὰρ αὐτὸν ἀπερίοπτον εἶναι προνοίᾳ τοῦ ἐν αὐτοῖς εὐπρεπῶς ἀναστραφησομένου καὶ ἀπογνώσει τοῦ ἐν ἐπιχειρήσει τινὶ γενέσθαι πιστεύοντα εἰ δὲ μηδὲν τίμιον ὡς τῶν θεῶν αὐτῷ δύναμιν τοῦ θανάτου παρατυγχάνειν, αὐτῷ δ ἂν ἰσχὺν ἐγγενέσθαι καὶ μὴ σιδηροφορουμένῳ διαχρήσασθαι τότε Γάιον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 84:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 84:1)

유의어

  1. 맹목적

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION