Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνθυπηρετέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνθυπηρετέω

Structure: ἀντ (Prefix) + ὑπηρετέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to serve in turn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθυπηρέτω ἀνθυπηρέτεις ἀνθυπηρέτει
Dual ἀνθυπηρέτειτον ἀνθυπηρέτειτον
Plural ἀνθυπηρέτουμεν ἀνθυπηρέτειτε ἀνθυπηρέτουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνθυπηρέτω ἀνθυπηρέτῃς ἀνθυπηρέτῃ
Dual ἀνθυπηρέτητον ἀνθυπηρέτητον
Plural ἀνθυπηρέτωμεν ἀνθυπηρέτητε ἀνθυπηρέτωσιν*
OptativeSingular ἀνθυπηρέτοιμι ἀνθυπηρέτοις ἀνθυπηρέτοι
Dual ἀνθυπηρέτοιτον ἀνθυπηρετοίτην
Plural ἀνθυπηρέτοιμεν ἀνθυπηρέτοιτε ἀνθυπηρέτοιεν
ImperativeSingular ἀνθυπηρε͂τει ἀνθυπηρετεῖτω
Dual ἀνθυπηρέτειτον ἀνθυπηρετεῖτων
Plural ἀνθυπηρέτειτε ἀνθυπηρετοῦντων, ἀνθυπηρετεῖτωσαν
Infinitive ἀνθυπηρέτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθυπηρετων ἀνθυπηρετουντος ἀνθυπηρετουσα ἀνθυπηρετουσης ἀνθυπηρετουν ἀνθυπηρετουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθυπηρέτουμαι ἀνθυπηρέτει, ἀνθυπηρέτῃ ἀνθυπηρέτειται
Dual ἀνθυπηρέτεισθον ἀνθυπηρέτεισθον
Plural ἀνθυπηρετοῦμεθα ἀνθυπηρέτεισθε ἀνθυπηρέτουνται
SubjunctiveSingular ἀνθυπηρέτωμαι ἀνθυπηρέτῃ ἀνθυπηρέτηται
Dual ἀνθυπηρέτησθον ἀνθυπηρέτησθον
Plural ἀνθυπηρετώμεθα ἀνθυπηρέτησθε ἀνθυπηρέτωνται
OptativeSingular ἀνθυπηρετοίμην ἀνθυπηρέτοιο ἀνθυπηρέτοιτο
Dual ἀνθυπηρέτοισθον ἀνθυπηρετοίσθην
Plural ἀνθυπηρετοίμεθα ἀνθυπηρέτοισθε ἀνθυπηρέτοιντο
ImperativeSingular ἀνθυπηρέτου ἀνθυπηρετεῖσθω
Dual ἀνθυπηρέτεισθον ἀνθυπηρετεῖσθων
Plural ἀνθυπηρέτεισθε ἀνθυπηρετεῖσθων, ἀνθυπηρετεῖσθωσαν
Infinitive ἀνθυπηρέτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθυπηρετουμενος ἀνθυπηρετουμενου ἀνθυπηρετουμενη ἀνθυπηρετουμενης ἀνθυπηρετουμενον ἀνθυπηρετουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πολλοῖσ γὰρ ἀνθυπηρετεῖν ἐπίπονον, καὶ οὐχ ἱκανὸσ ὁ βίοσ αὐτὸ τοῦτο πράττειν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 9 125:3)

Synonyms

  1. to serve in turn

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION