헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναρχαί̈ζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναρχαί̈ζω

형태분석: ἀν (접두사) + ἀρχαί̈ζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)rxai=os

  1. to make old again

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνάρχαϊζω

ἀνάρχαϊζεις

ἀνάρχαϊζει

쌍수 ἀνάρχαϊζετον

ἀνάρχαϊζετον

복수 ἀνάρχαϊζομεν

ἀνάρχαϊζετε

ἀνάρχαϊζουσιν*

접속법단수 ἀνάρχαϊζω

ἀνάρχαϊζῃς

ἀνάρχαϊζῃ

쌍수 ἀνάρχαϊζητον

ἀνάρχαϊζητον

복수 ἀνάρχαϊζωμεν

ἀνάρχαϊζητε

ἀνάρχαϊζωσιν*

기원법단수 ἀνάρχαϊζοιμι

ἀνάρχαϊζοις

ἀνάρχαϊζοι

쌍수 ἀνάρχαϊζοιτον

ἀναρχαϊζοίτην

복수 ἀνάρχαϊζοιμεν

ἀνάρχαϊζοιτε

ἀνάρχαϊζοιεν

명령법단수 ἀναρχάϊζε

ἀναρχαϊζέτω

쌍수 ἀνάρχαϊζετον

ἀναρχαϊζέτων

복수 ἀνάρχαϊζετε

ἀναρχαϊζόντων, ἀναρχαϊζέτωσαν

부정사 ἀνάρχαϊζειν

분사 남성여성중성
ἀναρχαϊζων

ἀναρχαϊζοντος

ἀναρχαϊζουσα

ἀναρχαϊζουσης

ἀναρχαϊζον

ἀναρχαϊζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνάρχαϊζομαι

ἀνάρχαϊζει, ἀνάρχαϊζῃ

ἀνάρχαϊζεται

쌍수 ἀνάρχαϊζεσθον

ἀνάρχαϊζεσθον

복수 ἀναρχαϊζόμεθα

ἀνάρχαϊζεσθε

ἀνάρχαϊζονται

접속법단수 ἀνάρχαϊζωμαι

ἀνάρχαϊζῃ

ἀνάρχαϊζηται

쌍수 ἀνάρχαϊζησθον

ἀνάρχαϊζησθον

복수 ἀναρχαϊζώμεθα

ἀνάρχαϊζησθε

ἀνάρχαϊζωνται

기원법단수 ἀναρχαϊζοίμην

ἀνάρχαϊζοιο

ἀνάρχαϊζοιτο

쌍수 ἀνάρχαϊζοισθον

ἀναρχαϊζοίσθην

복수 ἀναρχαϊζοίμεθα

ἀνάρχαϊζοισθε

ἀνάρχαϊζοιντο

명령법단수 ἀνάρχαϊζου

ἀναρχαϊζέσθω

쌍수 ἀνάρχαϊζεσθον

ἀναρχαϊζέσθων

복수 ἀνάρχαϊζεσθε

ἀναρχαϊζέσθων, ἀναρχαϊζέσθωσαν

부정사 ἀνάρχαϊζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀναρχαϊζομενος

ἀναρχαϊζομενου

ἀναρχαϊζομενη

ἀναρχαϊζομενης

ἀναρχαϊζομενον

ἀναρχαϊζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make old again

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION