헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁλουργίς

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἁλουργίς ἁλουργίδος

형태분석: ἁλουργιδ (어간) + ς (어미)

어원: from a(lourgh/s

  1. purple robe
  2. (attributive, with ἐσθής, false reading in Lucian, The Ship 22) purple robe

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐσθὴσ ἐπὶ τούτοισ ἁλουργὶσ καὶ ὁ βίοσ οἱο͂σ ἁβρότατοσ, ὕπνοσ ἐφ̓ ὅσον ἥδιστοσ, φίλων πρόσοδοι καὶ δεήσεισ καὶ τὸ ἅπαντασ ὑποπτήσσειν καὶ προσκυνεῖν, καὶ οἱ μὲν ἑώθεν πρὸσ ταῖσ θύραισ ἄνω καὶ κάτω περιπατήσουσιν, ἐν αὐτοῖσ δὲ καὶ Κλεαίνετοσ καὶ Δημόκριτοσ οἱ πάνυ, καὶ προσελθοῦσί γε αὐτοῖσ καὶ πρὸ τῶν ἄλλων εἰσδεχθῆναι ἀξιοῦσι θυρωροὶ ἑπτὰ ἐφεστῶτεσ, εὐμεγέθεισ βάρβαροι, προσαραξάτωσαν ἐσ τὸ μέτωπον εὐθὺ τὴν θύραν, οἱᾶ νῦν αὐτοὶ ποιοῦσιν. (Lucian, 38:1)

    (루키아노스, 38:1)

  • κλίνη μὲν γὰρ ὁλόχρυσοσ ἦν διάλιθοσ, στρωμνὴ δὲ ἁλουργὶσ ποικίλη, τὸ σῶμα δ’ ἐπ’ αὐτῆσ πορφύρᾳ κεκαλυμμένον, καὶ διάδημα μὲν ἐπέκειτο τῇ κεφαλῇ, στέφανοσ δ’ ὑπὲρ αὐτοῦ χρυσοῦσ, τὸ δὲ σκῆπτρον παρὰ τὴν δεξιάν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 939:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 939:2)

유의어

  1. purple robe

  2. purple robe

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION