Ancient Greek-English Dictionary Language

αἱματώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: αἱματώδης αἱματώδες

Structure: αἱματωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. blood-red

Examples

  • ἅμα μὲν γὰρ ἡ χρόα ἐδόκει αὐτοῖσ ἀνδρικὴ εἶναι, ἅμα δὲ τὸ αἱματῶδεσ τοῦ χρώματοσ πλείονα τοῖσ ἀπείροισ φόβον παρέχει, καὶ τὸ μὴ εὐπερίφωρον δὲ τοῖσ πολεμίοισ εἶναι, ἐάν τισ αὐτῶν πληγῇ, ἀλλὰ διαλανθάνειν διὰ τὸ ὁμόχρουν χρήσιμον. (Plutarch, Instituta Laconica, section 242)
  • ἅμα μὲν γὰρ ἡ χρόα ἐδόκει αὐτοῖσ ἀνδρικὴ εἶναι, ἅμα δὲ τὸ αἱματῶδεσ τοῦ χρώματοσ πλείονα τοῖσ ἀπείροισ φόβον παρεῖχεν· (Plutarch, Instituta Laconica, section 242)
  • τὸ δ’ αἱματῶδέσ τε καὶ παχὺ κατὰ τὰσ φλέβασ ὑπομένον ἐμποδὼν στήσεται τῷ κατόπιν ἐπιρρέοντι. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1640)

Synonyms

  1. blood-red

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION