헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγανακτέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγανακτέω ἀγανακτήσω

형태분석: ἀγανακτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)/gan

  1. 발효시키다, 부풀게 하다
  1. to feel a violent irritation
  2. (of wine) to ferment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγανάκτω

ἀγανάκτεις

ἀγανάκτει

쌍수 ἀγανάκτειτον

ἀγανάκτειτον

복수 ἀγανάκτουμεν

ἀγανάκτειτε

ἀγανάκτουσιν*

접속법단수 ἀγανάκτω

ἀγανάκτῃς

ἀγανάκτῃ

쌍수 ἀγανάκτητον

ἀγανάκτητον

복수 ἀγανάκτωμεν

ἀγανάκτητε

ἀγανάκτωσιν*

기원법단수 ἀγανάκτοιμι

ἀγανάκτοις

ἀγανάκτοι

쌍수 ἀγανάκτοιτον

ἀγανακτοίτην

복수 ἀγανάκτοιμεν

ἀγανάκτοιτε

ἀγανάκτοιεν

명령법단수 ἀγανᾶκτει

ἀγανακτεῖτω

쌍수 ἀγανάκτειτον

ἀγανακτεῖτων

복수 ἀγανάκτειτε

ἀγανακτοῦντων, ἀγανακτεῖτωσαν

부정사 ἀγανάκτειν

분사 남성여성중성
ἀγανακτων

ἀγανακτουντος

ἀγανακτουσα

ἀγανακτουσης

ἀγανακτουν

ἀγανακτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγανάκτουμαι

ἀγανάκτει, ἀγανάκτῃ

ἀγανάκτειται

쌍수 ἀγανάκτεισθον

ἀγανάκτεισθον

복수 ἀγανακτοῦμεθα

ἀγανάκτεισθε

ἀγανάκτουνται

접속법단수 ἀγανάκτωμαι

ἀγανάκτῃ

ἀγανάκτηται

쌍수 ἀγανάκτησθον

ἀγανάκτησθον

복수 ἀγανακτώμεθα

ἀγανάκτησθε

ἀγανάκτωνται

기원법단수 ἀγανακτοίμην

ἀγανάκτοιο

ἀγανάκτοιτο

쌍수 ἀγανάκτοισθον

ἀγανακτοίσθην

복수 ἀγανακτοίμεθα

ἀγανάκτοισθε

ἀγανάκτοιντο

명령법단수 ἀγανάκτου

ἀγανακτεῖσθω

쌍수 ἀγανάκτεισθον

ἀγανακτεῖσθων

복수 ἀγανάκτεισθε

ἀγανακτεῖσθων, ἀγανακτεῖσθωσαν

부정사 ἀγανάκτεισθαι

분사 남성여성중성
ἀγανακτουμενος

ἀγανακτουμενου

ἀγανακτουμενη

ἀγανακτουμενης

ἀγανακτουμενον

ἀγανακτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγανακτήσω

ἀγανακτήσεις

ἀγανακτήσει

쌍수 ἀγανακτήσετον

ἀγανακτήσετον

복수 ἀγανακτήσομεν

ἀγανακτήσετε

ἀγανακτήσουσιν*

기원법단수 ἀγανακτήσοιμι

ἀγανακτήσοις

ἀγανακτήσοι

쌍수 ἀγανακτήσοιτον

ἀγανακτησοίτην

복수 ἀγανακτήσοιμεν

ἀγανακτήσοιτε

ἀγανακτήσοιεν

부정사 ἀγανακτήσειν

분사 남성여성중성
ἀγανακτησων

ἀγανακτησοντος

ἀγανακτησουσα

ἀγανακτησουσης

ἀγανακτησον

ἀγανακτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγανακτήσομαι

ἀγανακτήσει, ἀγανακτήσῃ

ἀγανακτήσεται

쌍수 ἀγανακτήσεσθον

ἀγανακτήσεσθον

복수 ἀγανακτησόμεθα

ἀγανακτήσεσθε

ἀγανακτήσονται

기원법단수 ἀγανακτησοίμην

ἀγανακτήσοιο

ἀγανακτήσοιτο

쌍수 ἀγανακτήσοισθον

ἀγανακτησοίσθην

복수 ἀγανακτησοίμεθα

ἀγανακτήσοισθε

ἀγανακτήσοιντο

부정사 ἀγανακτήσεσθαι

분사 남성여성중성
ἀγανακτησομενος

ἀγανακτησομενου

ἀγανακτησομενη

ἀγανακτησομενης

ἀγανακτησομενον

ἀγανακτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to feel a violent irritation

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION