Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀφροντιστέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀφροντιστέω

Structure: ἀφροντιστέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: From a)fro/ntistos

Sense

  1. to have no care of, pay no heed to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφροντίστω ἀφροντίστεις ἀφροντίστει
Dual ἀφροντίστειτον ἀφροντίστειτον
Plural ἀφροντίστουμεν ἀφροντίστειτε ἀφροντίστουσιν*
SubjunctiveSingular ἀφροντίστω ἀφροντίστῃς ἀφροντίστῃ
Dual ἀφροντίστητον ἀφροντίστητον
Plural ἀφροντίστωμεν ἀφροντίστητε ἀφροντίστωσιν*
OptativeSingular ἀφροντίστοιμι ἀφροντίστοις ἀφροντίστοι
Dual ἀφροντίστοιτον ἀφροντιστοίτην
Plural ἀφροντίστοιμεν ἀφροντίστοιτε ἀφροντίστοιεν
ImperativeSingular ἀφροντῖστει ἀφροντιστεῖτω
Dual ἀφροντίστειτον ἀφροντιστεῖτων
Plural ἀφροντίστειτε ἀφροντιστοῦντων, ἀφροντιστεῖτωσαν
Infinitive ἀφροντίστειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφροντιστων ἀφροντιστουντος ἀφροντιστουσα ἀφροντιστουσης ἀφροντιστουν ἀφροντιστουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφροντίστουμαι ἀφροντίστει, ἀφροντίστῃ ἀφροντίστειται
Dual ἀφροντίστεισθον ἀφροντίστεισθον
Plural ἀφροντιστοῦμεθα ἀφροντίστεισθε ἀφροντίστουνται
SubjunctiveSingular ἀφροντίστωμαι ἀφροντίστῃ ἀφροντίστηται
Dual ἀφροντίστησθον ἀφροντίστησθον
Plural ἀφροντιστώμεθα ἀφροντίστησθε ἀφροντίστωνται
OptativeSingular ἀφροντιστοίμην ἀφροντίστοιο ἀφροντίστοιτο
Dual ἀφροντίστοισθον ἀφροντιστοίσθην
Plural ἀφροντιστοίμεθα ἀφροντίστοισθε ἀφροντίστοιντο
ImperativeSingular ἀφροντίστου ἀφροντιστεῖσθω
Dual ἀφροντίστεισθον ἀφροντιστεῖσθων
Plural ἀφροντίστεισθε ἀφροντιστεῖσθων, ἀφροντιστεῖσθωσαν
Infinitive ἀφροντίστεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφροντιστουμενος ἀφροντιστουμενου ἀφροντιστουμενη ἀφροντιστουμενης ἀφροντιστουμενον ἀφροντιστουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to have no care of

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION