헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφορισμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀφορισμός ἀφορισμοῦ

형태분석: ἀφορισμ (어간) + ος (어미)

  1. 제약
  2. 규정, 구별, 갈래, 석의
  3. 격언, 금언
  1. limitation
  2. separation, distinction, definition
  3. aphorism

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀφορισμός

제약이

ἀφορισμώ

제약들이

ἀφορισμοί

제약들이

속격 ἀφορισμοῦ

제약의

ἀφορισμοῖν

제약들의

ἀφορισμῶν

제약들의

여격 ἀφορισμῷ

제약에게

ἀφορισμοῖν

제약들에게

ἀφορισμοῖς

제약들에게

대격 ἀφορισμόν

제약을

ἀφορισμώ

제약들을

ἀφορισμούς

제약들을

호격 ἀφορισμέ

제약아

ἀφορισμώ

제약들아

ἀφορισμοί

제약들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐν ταῖσ ἀπαρχαῖσ τῶν δομάτων ὑμῶν, ἐν τοῖσ ἀφορισμοῖσ, οἷσ ὑμεῖσ μιαίνεσθε ἐν πᾶσι τοῖσ ἐνθυμήμασιν ὑμῶν ἕωσ τῆσ σήμερον ἡμέρασ, καὶ ἐγὼ ἀποκριθῶ ὑμῖν, οἶκοσ τοῦ Ἰσραήλ̣ ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριοσ, εἰ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν, καὶ εἰ ἀναβήσεται ἐπὶ τὸ πνεῦμα ὑμῶν τοῦτο. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 20:31)

    (70인역 성경, 에제키엘서 20:31)

  • διότι ἐπὶ τοῦ ὄρουσ τοῦ ἁγίου μου, ἐπ’ ὄρουσ ὑψηλοῦ, λέγει Κύριοσ Κύριοσ, ἐκεῖ δουλεύσουσί μοι πᾶσ οἶκοσ Ἰσραὴλ εἰσ τέλοσ, καὶ ἐκεῖ προσδέξομαι καὶ ἐκεῖ ἐπισκέψομαι τὰσ ἀπαρχὰσ ὑμῶν καὶ τὰσ ἀπαρχὰσ τῶν ἀφορισμῶν ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖσ ἁγιάσμασιν ὑμῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 20:40)

    (70인역 성경, 에제키엘서 20:40)

  • καὶ ἀπὸ τῶν ὁρίων Ἰούδα ἀπὸ τῶν πρὸσ ἀνατολὰσ ἕωσ τῶν πρὸσ θάλασσαν ἔσται ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, πέντε καὶ εἴκοσι χιλιάδεσ εὖροσ καὶ μῆκοσ καθὼσ μία τῶν μερίδων ἀπὸ τῶν πρὸσ ἀνατολὰσ καὶ ἕωσ τῶν πρὸσ θάλασσαν, καὶ ἔσται τὸ ἅγιον ἐν μέσῳ αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 48:8)

    (70인역 성경, 에제키엘서 48:8)

  • καὶ οἱ ἀφορισμοὶ δὲ οἱ ἐν τῷ καθόλου σεμνότητα ἔχουσιν, οἱο͂ν πόλεωσ γὰρ ἔγωγε πλοῦτον ἡγοῦμαι συμμάχουσ, πίστιν, εὔνοιαν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 19:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 19:1)

유의어

  1. 제약

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION