Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀάω

Structure: ἀά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: root AV cf a)/th,au)a/ta

Sense

  1. to hurt, damage, to mislead, infatuate
  2. to act recklessly or foolishly, I was infatuated

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ά̓ω ά̓ᾳς ά̓ᾳ
Dual ά̓ᾱτον ά̓ᾱτον
Plural ά̓ωμεν ά̓ᾱτε ά̓ωσιν*
SubjunctiveSingular ά̓ω ά̓ῃς ά̓ῃ
Dual ά̓ητον ά̓ητον
Plural ά̓ωμεν ά̓ητε ά̓ωσιν*
OptativeSingular ά̓ῳμι ά̓ῳς ά̓ῳ
Dual ά̓ῳτον ἀῷτην
Plural ά̓ῳμεν ά̓ῳτε ά̓ῳεν
ImperativeSingular ᾶ̓ᾱ ἀᾶτω
Dual ά̓ᾱτον ἀᾶτων
Plural ά̓ᾱτε ἀῶντων, ἀᾶτωσαν
Infinitive ά̓ᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀων ἀωντος ἀωσα ἀωσης ἀων ἀωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ά̓ωμαι ά̓ᾳ ά̓ᾱται
Dual ά̓ᾱσθον ά̓ᾱσθον
Plural ἀῶμεθα ά̓ᾱσθε ά̓ωνται
SubjunctiveSingular ά̓ωμαι ά̓ῃ ά̓ηται
Dual ά̓ησθον ά̓ησθον
Plural ἀώμεθα ά̓ησθε ά̓ωνται
OptativeSingular ἀῷμην ά̓ῳο ά̓ῳτο
Dual ά̓ῳσθον ἀῷσθην
Plural ἀῷμεθα ά̓ῳσθε ά̓ῳντο
ImperativeSingular ά̓ω ἀᾶσθω
Dual ά̓ᾱσθον ἀᾶσθων
Plural ά̓ᾱσθε ἀᾶσθων, ἀᾶσθωσαν
Infinitive ά̓ᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀωμενος ἀωμενου ἀωμενη ἀωμενης ἀωμενον ἀωμενου

Imperfect tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ή̓ων ή̓ᾱς ή̓ᾱν*
Dual ἠᾶτον ἠᾱ́την
Plural ἠῶμεν ἠᾶτε ή̓ων
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἠώμην ἠῶ ἠᾶτο
Dual ἠᾶσθον ἠᾱ́σθην
Plural ἠώμεθα ἠᾶσθε ἠῶντο

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • νεξ σατισ νοβιλι ̔θυεμ ποστεα βισ ξονσυλεμ φεξιτ̓, ξυμ φιλια ειυσ αυγυστα εσσετ ετ αυγυσταε φιλια, σεδ ηασ νυπτιασ ετ φαυστινα ετ ιπσα θυαε δαβατυρ ινϝιταε ηαβυερυντ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, marcus antoninus philosophus, chapter 20 7:1)
  • ετ ηασ θυιδεμ λιττερασ μισσισ στιπατοριβυσ φιδελισσιμισ δεδιτ, θυιβυσ πραεξεπιτ, υτ επιστυλαμ πυβλιξε δαρεντ, ποστεα ϝερο διξερεντ σε ϝελλε πλεραθυε οξξυλτε συγγερερε, θυαε αδ ρεσ βελλιξασ περτινερεντ ετ αδ σεξρετα ξαστρορυμ ατθυε αυλιξαμ φιδεμ; (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, vita clodii albini, chapter 8 1:1)
  • ηασ λιττερασ ξυμ περτιναχ ινϝενισσετ, ιν αλβινι οδιυμ πυβλιξαρε στυδυιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, vita clodii albini, chapter 14 6:1)
  • φαμιλιαρε ιλλι φυιτ ηασ θυαεστιονεσ γραμματιξισ προ‐ πονερε, υτ διξερεντ σινγυλα ανιμαλια θυομοδο ϝοξεμ εμιττερεντ, ϝελυτ· (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, antoninus geta, chapter 5 4:1)
  • μυλτυμ απυδ μιλιτεσ οβφυισσε διξυντυρ, ναμ, ξυμ πατρεμ οξξιδισσεντ, θυιδαμ ηυνξ σερϝαρε ϝολυερυντ, σεδ εχστιτιτ ξυβιξυλαριυσ, θυι ηασ επιστυλασ ξοντιονι μιλιτυμ λεγιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, diadumenus antoninus, chapter 9 3:1)

Synonyms

  1. to hurt

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION