Ancient Greek-English Dictionary Language

Ὀλυμπιονίκης

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: Ὀλυμπιονίκης

Structure: Ὀλυμπιονικ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: nika/w

Sense

  1. a conqueror in the Olympic games

Examples

  • ἄν σοί που τὸν Περδίκκαν παραλαβόντεσ ‐ εἰ δὴ οὗτόσ ἐστιν ὁ τῆσ μητρυιᾶσ ἐρασθεὶσ καὶ διὰ ταῦτα κατεσκληκώσ, ἀλλὰ μὴ Ἀντίοχοσ ὁ τοῦ Σελεύκου Στρατονίκησ ἐκείνησ ‐ ἀποφαίνειν Ὀλυμπιονίκην καὶ Θεαγένει τῷ Θασίῳ ἢ Πολυδάμαντι τῷ Σκοτουσσαίῳ ἀντίπαλον, ἀλλὰ τὴν δοθεῖσαν ὑπόθεσιν εὐφυᾶ πρὸσ ὑποδοχὴν τῆσ γυμναστικῆσ παρὰ πολὺ ἀμείνω ἀποφαίνειν μετὰ τῆσ τέχνησ. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 35 1:1)
  • ἐτελεύτησε δ’, ὥσ φησιν Ἕρμιπποσ, ἐν Πίσῃ, τὸν υἱὸν Ὀλυμπιονίκην ἀσπασάμενοσ πυγμῆσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. g'. XILWN 5:12)
  • " ἰδών ποτ’ Ὀλυμπιονίκην πρόβατα νέμοντα, "ταχέωσ," εἶπεν, "ὦ βέλτιστε, μετέβησ ἀπὸ τῶν Ὀλυμπίων ἐπὶ τὰ Νέμεα. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. b'. DIOGENHS 30:3)
  • " ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰσ ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, "ἴδε," ἔφη, "κριὸν Ἀρειμάνιον ὡσ ὑπὸ τοῦ τυχόντοσ κορασίου τραχηλίζεται. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. b'. DIOGENHS 42:3)
  • Ἀκριᾶται δὲ καὶ ἄνδρα ποτὲ Ὀλυμπιονίκην παρέσχοντο Νικοκλέα, Ὀλυμπιάσι δύο ἀνελόμενον δρόμου νίκασ πέντε· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 22 9:1)

Synonyms

  1. a conqueror in the Olympic games

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION