Ancient Greek-English Dictionary Language

Ὀλυμπιονίκης

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: Ὀλυμπιονίκης

Structure: Ὀλυμπιονικ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: nika/w

Sense

  1. a conqueror in the Olympic games

Examples

  • ἔτι δὲ Λυσιμάχου θυγατέρα Πολυκρίτην ἀπολιπόντοσ, ὡσ Καλλισθένησ φησί, καὶ ταύτῃ σίτησιν ὅσην καὶ τοῖσ Ὀλυμπιονίκαισ ὁ δῆμοσ ἐψηφίσατο. (Plutarch, , chapter 27 2:1)
  • ὅτι γὰρ ἦσαν καὶ παρὰ τοῖσ ἀρχαίοισ αἱ δεύτεραι τράπεζαι πολυτελῶσ μεμεριμνημέναι, παρίστησιν Πίνδαροσ ἐν Ὀλυμπιονίκαισ περὶ τῆσ Πέλοποσ κρεουργίασ διηγούμενοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 481)
  • ἀφθόνητοσ δ’ αἶνοσ Ὀλυμπιονίκαισ οὗτοσ ἄγκειται. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 11 2:1)
  • σημεῖον γὰρ οὐ μικρὸν ὅτι δύνανται τοῦτο παρασκευάζειν, ἐν γὰρ τοῖσ Ὀλυμπιονίκαισ δύο τισ ἂν ἢ τρεῖσ εὑρ́οι τοὺσ αὐτοὺσ νενικηκότασ ἄνδρασ τε καὶ παῖδασ, διὰ τὸ νέουσ ἀσκοῦντασ ἀφαιρεῖσθαι τὴν δύναμιν ὑπὸ τῶν ἀναγκαίων γυμνασίων· (Aristotle, Politics, Book 8 46:1)
  • λέγει δὲ καὶ Ἐρατοσθένησ ἐν τοῖσ Ὀλυμπιονίκαισ τὴν πρώτην καὶ ἑβδομηκοστὴν Ὀλυμπιάδα νενικηκέναι τὸν τοῦ Μέτωνοσ πατέρα, μάρτυρι χρώμενοσ Ἀριστοτέλει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. b'. EMPEDOKLHS 1:5)

Synonyms

  1. a conqueror in the Olympic games

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION