헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μονομαχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μονομαχέω

형태분석: μονομαχέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to fight in single combat, having fought single-handed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονομάχω

μονομάχεις

μονομάχει

쌍수 μονομάχειτον

μονομάχειτον

복수 μονομάχουμεν

μονομάχειτε

μονομάχουσιν*

접속법단수 μονομάχω

μονομάχῃς

μονομάχῃ

쌍수 μονομάχητον

μονομάχητον

복수 μονομάχωμεν

μονομάχητε

μονομάχωσιν*

기원법단수 μονομάχοιμι

μονομάχοις

μονομάχοι

쌍수 μονομάχοιτον

μονομαχοίτην

복수 μονομάχοιμεν

μονομάχοιτε

μονομάχοιεν

명령법단수 μονομᾶχει

μονομαχεῖτω

쌍수 μονομάχειτον

μονομαχεῖτων

복수 μονομάχειτε

μονομαχοῦντων, μονομαχεῖτωσαν

부정사 μονομάχειν

분사 남성여성중성
μονομαχων

μονομαχουντος

μονομαχουσα

μονομαχουσης

μονομαχουν

μονομαχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονομάχουμαι

μονομάχει, μονομάχῃ

μονομάχειται

쌍수 μονομάχεισθον

μονομάχεισθον

복수 μονομαχοῦμεθα

μονομάχεισθε

μονομάχουνται

접속법단수 μονομάχωμαι

μονομάχῃ

μονομάχηται

쌍수 μονομάχησθον

μονομάχησθον

복수 μονομαχώμεθα

μονομάχησθε

μονομάχωνται

기원법단수 μονομαχοίμην

μονομάχοιο

μονομάχοιτο

쌍수 μονομάχοισθον

μονομαχοίσθην

복수 μονομαχοίμεθα

μονομάχοισθε

μονομάχοιντο

명령법단수 μονομάχου

μονομαχεῖσθω

쌍수 μονομάχεισθον

μονομαχεῖσθων

복수 μονομάχεισθε

μονομαχεῖσθων, μονομαχεῖσθωσαν

부정사 μονομάχεισθαι

분사 남성여성중성
μονομαχουμενος

μονομαχουμενου

μονομαχουμενη

μονομαχουμενης

μονομαχουμενον

μονομαχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION