헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαλκευτός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαλκευτός χαλκευτή χαλκευτόν

형태분석: χαλκευτ (어간) + ος (어미)

어원: 분사형

  1. wrought of metal, wrought

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χαλκευτός

(이)가

χαλκευτή

(이)가

χαλκευτόν

(것)가

속격 χαλκευτοῦ

(이)의

χαλκευτῆς

(이)의

χαλκευτοῦ

(것)의

여격 χαλκευτῷ

(이)에게

χαλκευτῇ

(이)에게

χαλκευτῷ

(것)에게

대격 χαλκευτόν

(이)를

χαλκευτήν

(이)를

χαλκευτόν

(것)를

호격 χαλκευτέ

(이)야

χαλκευτή

(이)야

χαλκευτόν

(것)야

쌍수주/대/호 χαλκευτώ

(이)들이

χαλκευτᾱ́

(이)들이

χαλκευτώ

(것)들이

속/여 χαλκευτοῖν

(이)들의

χαλκευταῖν

(이)들의

χαλκευτοῖν

(것)들의

복수주격 χαλκευτοί

(이)들이

χαλκευταί

(이)들이

χαλκευτά

(것)들이

속격 χαλκευτῶν

(이)들의

χαλκευτῶν

(이)들의

χαλκευτῶν

(것)들의

여격 χαλκευτοῖς

(이)들에게

χαλκευταῖς

(이)들에게

χαλκευτοῖς

(것)들에게

대격 χαλκευτούς

(이)들을

χαλκευτᾱ́ς

(이)들을

χαλκευτά

(것)들을

호격 χαλκευτοί

(이)들아

χαλκευταί

(이)들아

χαλκευτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὄβριμον ἀκαμάτου στίχον αἴνεσον Ἀντιμάχοιο, ἄξιον ἀρχαίων ὀφρύοσ ἡμιθέων, Πιερίδων χαλκευτὸν ἐπ’ ἄκμοσιν, εἰ τορὸν οὐᾶσ ἔλλαχεσ, εἰ ζαλοῖσ τὰν ἀγέλαστον ὄπα, εἰ τὰν ἄτριπτον καὶ ἀνέμβατον ἀτραπὸν ἄλλοισ μαίεαι. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4091)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4091)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION