헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγχωνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγχωνεύω συγχωνεύσω

형태분석: συγ (접두사) + χωνεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 녹다, 쇠약해지다
  1. to melt down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχωνεύω

(나는) 녹는다

συγχωνεύεις

(너는) 녹는다

συγχωνεύει

(그는) 녹는다

쌍수 συγχωνεύετον

(너희 둘은) 녹는다

συγχωνεύετον

(그 둘은) 녹는다

복수 συγχωνεύομεν

(우리는) 녹는다

συγχωνεύετε

(너희는) 녹는다

συγχωνεύουσιν*

(그들은) 녹는다

접속법단수 συγχωνεύω

(나는) 녹자

συγχωνεύῃς

(너는) 녹자

συγχωνεύῃ

(그는) 녹자

쌍수 συγχωνεύητον

(너희 둘은) 녹자

συγχωνεύητον

(그 둘은) 녹자

복수 συγχωνεύωμεν

(우리는) 녹자

συγχωνεύητε

(너희는) 녹자

συγχωνεύωσιν*

(그들은) 녹자

기원법단수 συγχωνεύοιμι

(나는) 녹기를 (바라다)

συγχωνεύοις

(너는) 녹기를 (바라다)

συγχωνεύοι

(그는) 녹기를 (바라다)

쌍수 συγχωνεύοιτον

(너희 둘은) 녹기를 (바라다)

συγχωνευοίτην

(그 둘은) 녹기를 (바라다)

복수 συγχωνεύοιμεν

(우리는) 녹기를 (바라다)

συγχωνεύοιτε

(너희는) 녹기를 (바라다)

συγχωνεύοιεν

(그들은) 녹기를 (바라다)

명령법단수 συγχώνευε

(너는) 녹아라

συγχωνευέτω

(그는) 녹아라

쌍수 συγχωνεύετον

(너희 둘은) 녹아라

συγχωνευέτων

(그 둘은) 녹아라

복수 συγχωνεύετε

(너희는) 녹아라

συγχωνευόντων, συγχωνευέτωσαν

(그들은) 녹아라

부정사 συγχωνεύειν

녹는 것

분사 남성여성중성
συγχωνευων

συγχωνευοντος

συγχωνευουσα

συγχωνευουσης

συγχωνευον

συγχωνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχωνεύομαι

(나는) 녹힌다

συγχωνεύει, συγχωνεύῃ

(너는) 녹힌다

συγχωνεύεται

(그는) 녹힌다

쌍수 συγχωνεύεσθον

(너희 둘은) 녹힌다

συγχωνεύεσθον

(그 둘은) 녹힌다

복수 συγχωνευόμεθα

(우리는) 녹힌다

συγχωνεύεσθε

(너희는) 녹힌다

συγχωνεύονται

(그들은) 녹힌다

접속법단수 συγχωνεύωμαι

(나는) 녹히자

συγχωνεύῃ

(너는) 녹히자

συγχωνεύηται

(그는) 녹히자

쌍수 συγχωνεύησθον

(너희 둘은) 녹히자

συγχωνεύησθον

(그 둘은) 녹히자

복수 συγχωνευώμεθα

(우리는) 녹히자

συγχωνεύησθε

(너희는) 녹히자

συγχωνεύωνται

(그들은) 녹히자

기원법단수 συγχωνευοίμην

(나는) 녹히기를 (바라다)

συγχωνεύοιο

(너는) 녹히기를 (바라다)

συγχωνεύοιτο

(그는) 녹히기를 (바라다)

쌍수 συγχωνεύοισθον

(너희 둘은) 녹히기를 (바라다)

συγχωνευοίσθην

(그 둘은) 녹히기를 (바라다)

복수 συγχωνευοίμεθα

(우리는) 녹히기를 (바라다)

συγχωνεύοισθε

(너희는) 녹히기를 (바라다)

συγχωνεύοιντο

(그들은) 녹히기를 (바라다)

명령법단수 συγχωνεύου

(너는) 녹혀라

συγχωνευέσθω

(그는) 녹혀라

쌍수 συγχωνεύεσθον

(너희 둘은) 녹혀라

συγχωνευέσθων

(그 둘은) 녹혀라

복수 συγχωνεύεσθε

(너희는) 녹혀라

συγχωνευέσθων, συγχωνευέσθωσαν

(그들은) 녹혀라

부정사 συγχωνεύεσθαι

녹히는 것

분사 남성여성중성
συγχωνευομενος

συγχωνευομενου

συγχωνευομενη

συγχωνευομενης

συγχωνευομενον

συγχωνευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεχώνευον

(나는) 녹고 있었다

συνεχώνευες

(너는) 녹고 있었다

συνεχώνευεν*

(그는) 녹고 있었다

쌍수 συνεχωνεύετον

(너희 둘은) 녹고 있었다

συνεχωνευέτην

(그 둘은) 녹고 있었다

복수 συνεχωνεύομεν

(우리는) 녹고 있었다

συνεχωνεύετε

(너희는) 녹고 있었다

συνεχώνευον

(그들은) 녹고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεχωνευόμην

(나는) 녹히고 있었다

συνεχωνεύου

(너는) 녹히고 있었다

συνεχωνεύετο

(그는) 녹히고 있었다

쌍수 συνεχωνεύεσθον

(너희 둘은) 녹히고 있었다

συνεχωνευέσθην

(그 둘은) 녹히고 있었다

복수 συνεχωνευόμεθα

(우리는) 녹히고 있었다

συνεχωνεύεσθε

(너희는) 녹히고 있었다

συνεχωνεύοντο

(그들은) 녹히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φήσασ δ’ ἀπορρεῖν τὰ φύλλα τῶν στεφάνων καὶ σαπροὺσ εἶναι διὰ τὸν χρόνον, ὥσπερ ἰών ἢ ῥόδων ὄντασ, ἀλλ’ οὐ χρυσίου, συγχωνεύειν ἔπεισεν. (Demosthenes, Speeches 21-30, 87:2)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 87:2)

  • φήσασ δ’ ἀπορρεῖν τὰ φύλλα τῶν στεφάνων καὶ σαπροὺσ εἶναι διὰ τὸν χρόνον, ὥσπερ ἰών ἢ ῥόδων ὄντασ, ἀλλ’ οὐ χρυσίου, συγχωνεύειν ἔπεισεν. (Demosthenes, Speeches 21-30, 248:4)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 248:4)

유의어

  1. 녹다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION