헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκλάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκλάω συγκλάσω

형태분석: συγ (접두사) + κλά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끊다
  1. to break off, to be cramped

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλῶ

(나는) 끊는다

συγκλᾷς

(너는) 끊는다

συγκλᾷ

(그는) 끊는다

쌍수 συγκλᾶτον

(너희 둘은) 끊는다

συγκλᾶτον

(그 둘은) 끊는다

복수 συγκλῶμεν

(우리는) 끊는다

συγκλᾶτε

(너희는) 끊는다

συγκλῶσιν*

(그들은) 끊는다

접속법단수 συγκλῶ

(나는) 끊자

συγκλῇς

(너는) 끊자

συγκλῇ

(그는) 끊자

쌍수 συγκλῆτον

(너희 둘은) 끊자

συγκλῆτον

(그 둘은) 끊자

복수 συγκλῶμεν

(우리는) 끊자

συγκλῆτε

(너희는) 끊자

συγκλῶσιν*

(그들은) 끊자

기원법단수 συγκλῷμι

(나는) 끊기를 (바라다)

συγκλῷς

(너는) 끊기를 (바라다)

συγκλῷ

(그는) 끊기를 (바라다)

쌍수 συγκλῷτον

(너희 둘은) 끊기를 (바라다)

συγκλῴτην

(그 둘은) 끊기를 (바라다)

복수 συγκλῷμεν

(우리는) 끊기를 (바라다)

συγκλῷτε

(너희는) 끊기를 (바라다)

συγκλῷεν

(그들은) 끊기를 (바라다)

명령법단수 συγκλᾶ

(너는) 끊어라

συγκλᾱ́τω

(그는) 끊어라

쌍수 συγκλᾶτον

(너희 둘은) 끊어라

συγκλᾱ́των

(그 둘은) 끊어라

복수 συγκλᾶτε

(너희는) 끊어라

συγκλώντων, συγκλᾱ́τωσαν

(그들은) 끊어라

부정사 συγκλᾶν

끊는 것

분사 남성여성중성
συγκλων

συγκλωντος

συγκλωσα

συγκλωσης

συγκλων

συγκλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλῶμαι

(나는) 끊긴다

συγκλᾷ

(너는) 끊긴다

συγκλᾶται

(그는) 끊긴다

쌍수 συγκλᾶσθον

(너희 둘은) 끊긴다

συγκλᾶσθον

(그 둘은) 끊긴다

복수 συγκλώμεθα

(우리는) 끊긴다

συγκλᾶσθε

(너희는) 끊긴다

συγκλῶνται

(그들은) 끊긴다

접속법단수 συγκλῶμαι

(나는) 끊기자

συγκλῇ

(너는) 끊기자

συγκλῆται

(그는) 끊기자

쌍수 συγκλῆσθον

(너희 둘은) 끊기자

συγκλῆσθον

(그 둘은) 끊기자

복수 συγκλώμεθα

(우리는) 끊기자

συγκλῆσθε

(너희는) 끊기자

συγκλῶνται

(그들은) 끊기자

기원법단수 συγκλῴμην

(나는) 끊기기를 (바라다)

συγκλῷο

(너는) 끊기기를 (바라다)

συγκλῷτο

(그는) 끊기기를 (바라다)

쌍수 συγκλῷσθον

(너희 둘은) 끊기기를 (바라다)

συγκλῴσθην

(그 둘은) 끊기기를 (바라다)

복수 συγκλῴμεθα

(우리는) 끊기기를 (바라다)

συγκλῷσθε

(너희는) 끊기기를 (바라다)

συγκλῷντο

(그들은) 끊기기를 (바라다)

명령법단수 συγκλῶ

(너는) 끊겨라

συγκλᾱ́σθω

(그는) 끊겨라

쌍수 συγκλᾶσθον

(너희 둘은) 끊겨라

συγκλᾱ́σθων

(그 둘은) 끊겨라

복수 συγκλᾶσθε

(너희는) 끊겨라

συγκλᾱ́σθων, συγκλᾱ́σθωσαν

(그들은) 끊겨라

부정사 συγκλᾶσθαι

끊기는 것

분사 남성여성중성
συγκλωμενος

συγκλωμενου

συγκλωμενη

συγκλωμενης

συγκλωμενον

συγκλωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέκλων

(나는) 끊고 있었다

συνέκλᾱς

(너는) 끊고 있었다

συνέκλᾱν*

(그는) 끊고 있었다

쌍수 συνεκλᾶτον

(너희 둘은) 끊고 있었다

συνεκλᾱ́την

(그 둘은) 끊고 있었다

복수 συνεκλῶμεν

(우리는) 끊고 있었다

συνεκλᾶτε

(너희는) 끊고 있었다

συνέκλων

(그들은) 끊고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκλώμην

(나는) 끊기고 있었다

συνεκλῶ

(너는) 끊기고 있었다

συνεκλᾶτο

(그는) 끊기고 있었다

쌍수 συνεκλᾶσθον

(너희 둘은) 끊기고 있었다

συνεκλᾱ́σθην

(그 둘은) 끊기고 있었다

복수 συνεκλώμεθα

(우리는) 끊기고 있었다

συνεκλᾶσθε

(너희는) 끊기고 있었다

συνεκλῶντο

(그들은) 끊기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION