헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεντείνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεντείνω προσεντενῶ

형태분석: προς (접두사) + ἐντείν (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~에 접촉해 있다, 늘어뜨리다, 안으로 던지다, 나아가다
  1. to strain still more, to lay more, on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεντείνω

(나는) ~에 접촉해 있는다

προσεντείνεις

(너는) ~에 접촉해 있는다

προσεντείνει

(그는) ~에 접촉해 있는다

쌍수 προσεντείνετον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있는다

προσεντείνετον

(그 둘은) ~에 접촉해 있는다

복수 προσεντείνομεν

(우리는) ~에 접촉해 있는다

προσεντείνετε

(너희는) ~에 접촉해 있는다

προσεντείνουσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있는다

접속법단수 προσεντείνω

(나는) ~에 접촉해 있자

προσεντείνῃς

(너는) ~에 접촉해 있자

προσεντείνῃ

(그는) ~에 접촉해 있자

쌍수 προσεντείνητον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있자

προσεντείνητον

(그 둘은) ~에 접촉해 있자

복수 προσεντείνωμεν

(우리는) ~에 접촉해 있자

προσεντείνητε

(너희는) ~에 접촉해 있자

προσεντείνωσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있자

기원법단수 προσεντείνοιμι

(나는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσεντείνοις

(너는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσεντείνοι

(그는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

쌍수 προσεντείνοιτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσεντεινοίτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

복수 προσεντείνοιμεν

(우리는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσεντείνοιτε

(너희는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσεντείνοιεν

(그들은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

명령법단수 προσέντεινε

(너는) ~에 접촉해 있어라

προσεντεινέτω

(그는) ~에 접촉해 있어라

쌍수 προσεντείνετον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있어라

προσεντεινέτων

(그 둘은) ~에 접촉해 있어라

복수 προσεντείνετε

(너희는) ~에 접촉해 있어라

προσεντεινόντων, προσεντεινέτωσαν

(그들은) ~에 접촉해 있어라

부정사 προσεντείνειν

~에 접촉해 있는 것

분사 남성여성중성
προσεντεινων

προσεντεινοντος

προσεντεινουσα

προσεντεινουσης

προσεντεινον

προσεντεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεντείνομαι

προσεντείνει, προσεντείνῃ

προσεντείνεται

쌍수 προσεντείνεσθον

προσεντείνεσθον

복수 προσεντεινόμεθα

προσεντείνεσθε

προσεντείνονται

접속법단수 προσεντείνωμαι

προσεντείνῃ

προσεντείνηται

쌍수 προσεντείνησθον

προσεντείνησθον

복수 προσεντεινώμεθα

προσεντείνησθε

προσεντείνωνται

기원법단수 προσεντεινοίμην

προσεντείνοιο

προσεντείνοιτο

쌍수 προσεντείνοισθον

προσεντεινοίσθην

복수 προσεντεινοίμεθα

προσεντείνοισθε

προσεντείνοιντο

명령법단수 προσεντείνου

προσεντεινέσθω

쌍수 προσεντείνεσθον

προσεντεινέσθων

복수 προσεντείνεσθε

προσεντεινέσθων, προσεντεινέσθωσαν

부정사 προσεντείνεσθαι

분사 남성여성중성
προσεντεινομενος

προσεντεινομενου

προσεντεινομενη

προσεντεινομενης

προσεντεινομενον

προσεντεινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆντεινον

(나는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσῆντεινες

(너는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσῆντεινεν*

(그는) ~에 접촉해 있고 있었다

쌍수 προσήντεινετον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

προσηντεῖνετην

(그 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

복수 προσήντεινομεν

(우리는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσήντεινετε

(너희는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσῆντεινον

(그들은) ~에 접촉해 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσηντεῖνομην

προσήντεινου

προσήντεινετο

쌍수 προσήντεινεσθον

προσηντεῖνεσθην

복수 προσηντεῖνομεθα

προσήντεινεσθε

προσήντεινοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. ~에 접촉해 있다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION